μετοικεσία: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(T22) |
(25) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=μετοικεσίας, ἡ (for the [[better]] [[form]] [[μετοίκησις]], from [[μετοικέω]]) (cf. Winer s Grammar, 24 (23))), a [[removal]] from [[one]] [[abode]] to [[another]], [[especially]] a [[forced]] [[removal]]: [[with]] the [[addition]] Βαβυλῶνος (on [[this]] genitive cf. Winer's Grammar, § 30,2 α.) said of the Babylonian [[exile]], Sept. for גֹּלָה i. e. [[migration]], [[especially]] [[into]] [[captivity]]; of the Babylonian [[exile]], גָּלוּת, Anthol. 7,731, 6.) | |txtha=μετοικεσίας, ἡ (for the [[better]] [[form]] [[μετοίκησις]], from [[μετοικέω]]) (cf. Winer s Grammar, 24 (23))), a [[removal]] from [[one]] [[abode]] to [[another]], [[especially]] a [[forced]] [[removal]]: [[with]] the [[addition]] Βαβυλῶνος (on [[this]] genitive cf. Winer's Grammar, § 30,2 α.) said of the Babylonian [[exile]], Sept. for גֹּלָה i. e. [[migration]], [[especially]] [[into]] [[captivity]]; of the Babylonian [[exile]], גָּלוּת, Anthol. 7,731, 6.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[μετοικεσία]] και ιων. τ. μετοικεσίη)<br /><b>1.</b> η [[μετοίκηση]], [[αλλαγή]] τόπου διαμονής ή κατοικίας («καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς βασιλεὺς Βαβυλῶνος μετοικεσίαν εἰς Βαβυλῶνα», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μετοικεσία]] τῆς Βαβυλῶνος» — η [[μεταφορά]] τών Εβραίων στη Βαβυλώνα ως αιχμαλώτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(κοινων.)</b> [[τύπος]] κοινωνικής κινητικότητας που αναφέρεται στη [[μεταβολή]] της περιοχής κατοίκησης ενός ατόμου [[αλλά]] [[χωρίς]] [[μεταβολή]] του τόπου μόνιμης εγκατάστασής του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για τους νεκρούς) η [[μετάσταση]] στον Άδη<br /><b>2.</b> [[εξορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετοικέτ</i>-<i>ης</i> (με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- [[πριν]] από το -<i>ι</i>-) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = μετοικία 1, esp. of the captivity of the Jews, LXX 4 Ki.24.16; ἡ μ. Βαβυλῶνος Ev.Matt.1.11; also πλεόνων μ. 'the land o' the leal', AP7.731 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 161] ἡ, das Umziehen, das Ausziehen aus einem Orte nach einem andern hin, Sp.; das Wohnen als Fremder an einem Orte, als μέτοικος, Βαβυλῶνος, Matth. 1, 11; vgl. Leon. Tar. 79 (VII, 731).
Greek (Liddell-Scott)
μετοικεσία: ἡ, = μετοικία Ι, Ἀνθ. Π. 7. 731· - ἡ αἰχμαλωσία καὶ ὁ μετοικισμὸς τῶν Ἰσραηλιτῶν, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΔ΄, 16), Καιν. Διαθ.· - μετοικέσιον, τό, «τὸ ἐκ τόπου εἰς τόπον οἰκῆσαι» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 changement de résidence, émigration;
2 déportation, transportation.
Étymologie: μετοικέω.
English (Strong)
from a derivative of a compound of μετά and οἶκος; a change of abode, i.e. (specially), expatriation: X brought, carried(-ying) away (in-)to.
English (Thayer)
μετοικεσίας, ἡ (for the better form μετοίκησις, from μετοικέω) (cf. Winer s Grammar, 24 (23))), a removal from one abode to another, especially a forced removal: with the addition Βαβυλῶνος (on this genitive cf. Winer's Grammar, § 30,2 α.) said of the Babylonian exile, Sept. for גֹּלָה i. e. migration, especially into captivity; of the Babylonian exile, גָּלוּת, Anthol. 7,731, 6.)
Greek Monolingual
η (ΑΜ μετοικεσία και ιων. τ. μετοικεσίη)
1. η μετοίκηση, αλλαγή τόπου διαμονής ή κατοικίας («καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς βασιλεὺς Βαβυλῶνος μετοικεσίαν εἰς Βαβυλῶνα», ΠΔ)
2. φρ. «μετοικεσία τῆς Βαβυλῶνος» — η μεταφορά τών Εβραίων στη Βαβυλώνα ως αιχμαλώτων
νεοελλ.
(κοινων.) τύπος κοινωνικής κινητικότητας που αναφέρεται στη μεταβολή της περιοχής κατοίκησης ενός ατόμου αλλά χωρίς μεταβολή του τόπου μόνιμης εγκατάστασής του
αρχ.
1. μτφ. (για τους νεκρούς) η μετάσταση στον Άδη
2. εξορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετοικέτ-ης (με συριστικοποίηση του -τ- πριν από το -ι-) + κατάλ. -ία].