πανδήμιος: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(Autenrieth) |
(30) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=belonging to [[all]] the [[people]] (the [[town]]), [[public]], [[common]], Od. 18.1†. | |auten=belonging to [[all]] the [[people]] (the [[town]]), [[public]], [[common]], Od. 18.1†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και δωρ. τ. πανδάμιος, -ον, Α [[πάνδημος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ολόκληρο]] τον λαό, [[κοινός]], [[δημόσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται με τη [[συμμετοχή]] ολόκληρου του λαού, [[παλλαϊκός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πανδήμιος]] [[πόλις]]» — η [[πόλη]] με όλους τους κατοίκους της<br />β) «[[πανδήμιος]] [[ἄγρη]]» — [[ψάρεμα]] [[κάθε]] είδους ιχθύων<br />γ) «πανδήμιον [[ἦμαρ]]» — [[ημέρα]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της οποίας [[ολόκληρος]] ο [[λαός]] πανηγυρίζει. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of or belonging to all the people, ἦλθε δ' ἐπὶ πτωχὸς π. public beggar, Od.18.1; π. ἄγρη a draught of all kinds of fish, AP9.383.2.
German (Pape)
[Seite 458] im ganzen Volke, öffentlich, ganz allgemein; πτωχός, Od. 18, 1, wie Maneth. 3, 249; – ἦμαρ, ἑορτή, allgemeiner Festtag, Nonn.; ἄγρη, allgemeiner, reichlicher Fang, Menses Aegypt. (IX, 383, 2).
Greek (Liddell-Scott)
πανδήμιος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς σύμπαντα τὸν λαόν, ἢ ὁ ἐξ ὅλου τοῦ λαοῦ, δημόσιος, ἦλθε δ’ ἐπὶ πτωχὸς πανδήμιος, ἐπαιτῶν παρὰ πάντων, δημόσιος ἐπαίτης, (ὡς οἱ King’s Bedesmen ἐν Σκωτίᾳ), Ὀδ. Σ. 1· π. πόλις, ἡ πόλις μετὰ πάντων τῶν κατοίκων αὐτῆς, Σοφ. Ἀντ. 1141· π. ἦμαρ, ἡμέρα καθ’ ἢν ἑορτάζει ἅπας ὁ δῆμος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω, 10. 22· π. ἄγρη, ἄγρα παντὸς εἴδους ἰχθύων, Ἀνθ. Π. 9. 383.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui va par tout le peuple : πτωχός OD qui mendie par tout le peuple, ou pê dans tous les pays.
Étymologie: πᾶν, δῆμος.
English (Autenrieth)
belonging to all the people (the town), public, common, Od. 18.1†.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. πανδάμιος, -ον, Α πάνδημος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ολόκληρο τον λαό, κοινός, δημόσιος
2. αυτός που γίνεται με τη συμμετοχή ολόκληρου του λαού, παλλαϊκός
3. φρ. α) «πανδήμιος πόλις» — η πόλη με όλους τους κατοίκους της
β) «πανδήμιος ἄγρη» — ψάρεμα κάθε είδους ιχθύων
γ) «πανδήμιον ἦμαρ» — ημέρα κατά τη διάρκεια της οποίας ολόκληρος ο λαός πανηγυρίζει.