περιφέρεια: Difference between revisions
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> <i>au pr.</i> <b>1</b> circonférence, périphérie;<br /><b>2</b> partie d’un cercle, arc de cercle;<br /><b>3</b> rondeur;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> action de sortir du droit chemin, erreur.<br />'''Étymologie:''' [[περιφερής]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> <i>au pr.</i> <b>1</b> circonférence, périphérie;<br /><b>2</b> partie d’un cercle, arc de cercle;<br /><b>3</b> rondeur;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> action de sortir du droit chemin, erreur.<br />'''Étymologie:''' [[περιφερής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[περιφερής]]<br /><b>1.</b> η κλειστή επίπεδη [[καμπύλη]] στην οποία τερματίζεται η [[επιφάνεια]] του κύκλου, η κλειστή [[καμπύλη]] της οποίας όλα τα [[σημεία]] έχουν ίση [[απόσταση]] από το [[κέντρο]] το οποίο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο<br /><b>2.</b> η κλειστή [[γραμμή]] που περιβάλλει κυκλικό ή σφαιρικό, [[περίπου]], ανάλογο [[σχήμα]] ή [[σώμα]] (α. «[[περιφέρεια]] του κορμού του δέντρου» β. «[[περιφέρεια]] του κίονα»)<br /><b>3.</b> κυρτή, σφαιρική [[επιφάνεια]] (α. «[[περιφέρεια]] της σφαίρας» β. «[[περιφέρεια]] του θόλου» γ. «[[κράνη]] ὁλοσίδηρα καὶ λεῑα ταῑς περιφερείαις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> εδαφική [[έκταση]] στην οποία ασκείται η [[δικαιοδοσία]] μιας αρχής ή συντελείται μια [[διαδικασία]] όπως τήν ορίζει ο [[νόμος]] (α. «Περιφέρεια Διοικήσεως Πρωτεύουσας» β. «Περιφέρεια Σουφλίου» γ. «εκπαιδευτική [[περιφέρεια]]» δ. «εκλογική [[περιφέρεια]]»)<br /><b>2.</b> η απομακρυσμένη από την [[πρωτεύουσα]] [[περιοχή]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> το [[σύνολο]] τών χωρών του τρίτου κόσμου που [[είναι]] εξαρτημένες [[πολιτικά]] ή οικονομικά από τις πλούσιες και ισχυρές χώρες<br /><b>4.</b> οι γλουτοί<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η εξωτερική [[γραμμή]], το [[περίγραμμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ακολουθία]], η [[συνοδεία]] («τὴν τῶν χερουβεὶμ περιφέρειαν»)<br /><b>2.</b> [[τόξο]] κύκλου<br /><b>3.</b> [[σφάλμα]], [[πλάνη]] («[[περιφέρεια]] ἐν καρδίᾳ αὐτῶν», ΠΔ). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. περιφερ-είη, ἡ,
A circumference, κύκλου Heraclit.103 ; (rounded) surface, σφαίρας Ti.Locr.100e ; of helmets, Plu.Cam.40 (pl.); τὰ ὦτα ἐπὶ τῆς αὐτῆς π. τοῖς ὄμμασι Arist.HA494b14; more generally, curve, Id.EN1102a31; curvature of the edge of a leaf, Thphr.HP3.10.5 ; roundness, Hp.Art.61 ; spherical or curved shape, Epicur.Ep.2pp.49,51U. 2 arc of a circle, Arist.Ph.264b25, Euc.3.28; marked on concave sun-dial (πόλος), Sammelb.358.1 (iii B.C.). II wandering, error, ἐν καρδίᾳ LXXEc.9.3.
German (Pape)
[Seite 598] ἡ, das Herumgehen, sich Herumbewegen, der Umlauf, bes. Umfang eines runden Dinges, Peripherie, Tim. Locr. 100 e; auch Rundung, runder Körper, Sp., wie Plut. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
περιφέρεια: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ γραμμὴ ἡ πέριξ κυκλοτεροῦς σώματος, κυκλοτερὴς γραμμή, περιφέρεια, Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 13, 10, κ. ἀλλ.˙ τὰ ὦτα ἐπὶ τῆς αὐτῆς π. τοῖς ὄμμασι ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 13. β) μέρος κύκλου, τόξον, Ἀριστ. Φυσ. 8. 8, 32, Εὐκλείδ. 3. 28. 2) ἡ ἔξω ἐπιφάνεια, Πλουτ. Κάμιλλ. 40˙ στρογγυλότης, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827˙ σῶμα στρογγύλον, Πλουτ. Ἀντών. 26. ΙΙ. πλάνη, σφάλμα, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Θ΄, 3)˙ πρβλ. περιφορὰ ΙΙ. 4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. au pr. 1 circonférence, périphérie;
2 partie d’un cercle, arc de cercle;
3 rondeur;
II. fig. action de sortir du droit chemin, erreur.
Étymologie: περιφερής.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ περιφερής
1. η κλειστή επίπεδη καμπύλη στην οποία τερματίζεται η επιφάνεια του κύκλου, η κλειστή καμπύλη της οποίας όλα τα σημεία έχουν ίση απόσταση από το κέντρο το οποίο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο
2. η κλειστή γραμμή που περιβάλλει κυκλικό ή σφαιρικό, περίπου, ανάλογο σχήμα ή σώμα (α. «περιφέρεια του κορμού του δέντρου» β. «περιφέρεια του κίονα»)
3. κυρτή, σφαιρική επιφάνεια (α. «περιφέρεια της σφαίρας» β. «περιφέρεια του θόλου» γ. «κράνη ὁλοσίδηρα καὶ λεῑα ταῑς περιφερείαις», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. εδαφική έκταση στην οποία ασκείται η δικαιοδοσία μιας αρχής ή συντελείται μια διαδικασία όπως τήν ορίζει ο νόμος (α. «Περιφέρεια Διοικήσεως Πρωτεύουσας» β. «Περιφέρεια Σουφλίου» γ. «εκπαιδευτική περιφέρεια» δ. «εκλογική περιφέρεια»)
2. η απομακρυσμένη από την πρωτεύουσα περιοχή
3. μτφ. το σύνολο τών χωρών του τρίτου κόσμου που είναι εξαρτημένες πολιτικά ή οικονομικά από τις πλούσιες και ισχυρές χώρες
4. οι γλουτοί
μσν.-αρχ.
1. η εξωτερική γραμμή, το περίγραμμα
αρχ.
1. η ακολουθία, η συνοδεία («τὴν τῶν χερουβεὶμ περιφέρειαν»)
2. τόξο κύκλου
3. σφάλμα, πλάνη («περιφέρεια ἐν καρδίᾳ αὐτῶν», ΠΔ).