προκατασκευή: Difference between revisions

From LSJ

ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever

Source
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> préparatif;<br /><b>2</b> <i>t. de rhét.</i> exposition d’un sujet, préambule.<br />'''Étymologie:''' [[προκατασκευάζω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> préparatif;<br /><b>2</b> <i>t. de rhét.</i> exposition d’un sujet, préambule.<br />'''Étymologie:''' [[προκατασκευάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />οικοδομική [[τεχνική]] που συνίσταται στην [[εκτέλεση]] κατασκευών, [[κυρίως]] κτηρίων και γεφυρών, από [[μέλη]]-στοιχεία προκατασκευασμένα [[αλλού]] ή και στον χώρο του εργοταξίου, όπως [[είναι]] λ.χ. τα δάπεδα, οι εξωτερικοί και εσωτερικοί τοίχοι [[μαζί]] με τα κουφώματα τών παραθύρων και τις θύρες, τα ζευκτά οροφής, τα κλιμακοστάσια κ.ά., τα οποία στη [[συνέχεια]] μεταφέρονται και συναρμολογούνται στον χώρο ανέγερσης ως ενιαίο [[σύνολο]], [[διαδικασία]] που όταν πρόκειται για μικρές μονάδες, λ.χ. μικρά εξοχικά σπίτια, μπορεί να γίνει εξ υπαρχής και να ακολουθήσει η [[μεταφορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> προπαρασκευαστική [[άσκηση]], [[προγύμναση]] («[[προκατασκευή]] περὶ τοὺς ῥυθμούς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προπαρασκευή]], [[προετοιμασία]], [[κατάστρωση]] («[[προκατασκευή]] στρατηγήματος», Ιωσ.)<br /><b>3.</b> [[πρόλογος]], [[προοίμιο]], [[εισαγωγή]]<br /><b>4.</b> <b>(ρητ.)</b> προοιμιακή [[έκθεση]] τών σημείων για τα οποία θα μιλήσει ο [[ρήτορας]].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκατασκευή Medium diacritics: προκατασκευή Low diacritics: προκατασκευή Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Transliteration A: prokataskeuḗ Transliteration B: prokataskeuē Transliteration C: prokataskevi Beta Code: prokataskeuh/

English (LSJ)

ἡ,

   A preparatory training, περὶ τοὺς ῥυθμούς Plb.9.20.7; preparation, στρατηγήματος v.l. in J.BJ2.21.3.    2 preface, introduction, Plb.1.3.10, 1.13.7, etc.    3 Rhet., preliminary expose of the main points in an argument, Hermog.Inv.3.1, al.

German (Pape)

[Seite 729] ἡ, Vorbereitung, Pol. 1, 13, 7 u. oft; u. bes. Rhett., wie Hermog. de invent. 3, 2, προεκτίθεσθαι τὰ κεφάλαια.

Greek (Liddell-Scott)

προκατασκευή: ἡ, προτέρα ἑτοιμασία, Πολύβ. 9. 20, 7, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 21, 3· ― πρόλογος, εἰσαγωγή, Πολύβ. 1. 3, 10., 1. 13, 7, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 préparatif;
2 t. de rhét. exposition d’un sujet, préambule.
Étymologie: προκατασκευάζω.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
οικοδομική τεχνική που συνίσταται στην εκτέλεση κατασκευών, κυρίως κτηρίων και γεφυρών, από μέλη-στοιχεία προκατασκευασμένα αλλού ή και στον χώρο του εργοταξίου, όπως είναι λ.χ. τα δάπεδα, οι εξωτερικοί και εσωτερικοί τοίχοι μαζί με τα κουφώματα τών παραθύρων και τις θύρες, τα ζευκτά οροφής, τα κλιμακοστάσια κ.ά., τα οποία στη συνέχεια μεταφέρονται και συναρμολογούνται στον χώρο ανέγερσης ως ενιαίο σύνολο, διαδικασία που όταν πρόκειται για μικρές μονάδες, λ.χ. μικρά εξοχικά σπίτια, μπορεί να γίνει εξ υπαρχής και να ακολουθήσει η μεταφορά
αρχ.
1. προπαρασκευαστική άσκηση, προγύμνασηπροκατασκευή περὶ τοὺς ῥυθμούς», Πολ.)
2. προπαρασκευή, προετοιμασία, κατάστρωσηπροκατασκευή στρατηγήματος», Ιωσ.)
3. πρόλογος, προοίμιο, εισαγωγή
4. (ρητ.) προοιμιακή έκθεση τών σημείων για τα οποία θα μιλήσει ο ρήτορας.