σύγκριμα: Difference between revisions

From LSJ

ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone

Source
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />composé, corps formé de la réunion de plusieurs parties.<br />'''Étymologie:''' [[συγκρίνω]].
|btext=ατος (τό) :<br />composé, corps formé de la réunion de plusieurs parties.<br />'''Étymologie:''' [[συγκρίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συγκρίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στερεό [[σώμα]] το οποίο σχηματίστηκε από την [[καθίζηση]] διαλυμάτων<br /><b>2.</b> <b>(πετρογρ.)</b> [[μέρος]] της φύσης ή της σύστασης ενός πετρώματος ή εδάφους το οποίο προσαυξάνεται από την προοδευτική [[μεταφορά]] υλικού και λαμβάνει ποικίλες μορφές<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[παθολογικός]] [[στερεός]] [[σχηματισμός]] [[μέσα]] σε ιστούς, αρθρώσεις, πόρους και κοιλότητες του σώματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />σύνθετο [[σώμα]], [[σύγκραμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανατομικός]] [[σχηματισμός]]<br /><b>2.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[συγκρίνω]], [[κρίση]], [[απόφαση]]<br /><b>3.</b> [[ερμηνεία]], [[εξήγηση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[σύγκριμα]] μουσικῶν» — [[μουσική]] [[συναυλία]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συγκρίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στερεό [[σώμα]] το οποίο σχηματίστηκε από την [[καθίζηση]] διαλυμάτων<br /><b>2.</b> <b>(πετρογρ.)</b> [[μέρος]] της φύσης ή της σύστασης ενός πετρώματος ή εδάφους το οποίο προσαυξάνεται από την προοδευτική [[μεταφορά]] υλικού και λαμβάνει ποικίλες μορφές<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[παθολογικός]] [[στερεός]] [[σχηματισμός]] [[μέσα]] σε ιστούς, αρθρώσεις, πόρους και κοιλότητες του σώματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />σύνθετο [[σώμα]], [[σύγκραμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανατομικός]] [[σχηματισμός]]<br /><b>2.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[συγκρίνω]], [[κρίση]], [[απόφαση]]<br /><b>3.</b> [[ερμηνεία]], [[εξήγηση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[σύγκριμα]] μουσικῶν» — [[μουσική]] [[συναυλία]].
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συγκρίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στερεό [[σώμα]] το οποίο σχηματίστηκε από την [[καθίζηση]] διαλυμάτων<br /><b>2.</b> <b>(πετρογρ.)</b> [[μέρος]] της φύσης ή της σύστασης ενός πετρώματος ή εδάφους το οποίο προσαυξάνεται από την προοδευτική [[μεταφορά]] υλικού και λαμβάνει ποικίλες μορφές<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[παθολογικός]] [[στερεός]] [[σχηματισμός]] [[μέσα]] σε ιστούς, αρθρώσεις, πόρους και κοιλότητες του σώματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />σύνθετο [[σώμα]], [[σύγκραμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανατομικός]] [[σχηματισμός]]<br /><b>2.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[συγκρίνω]], [[κρίση]], [[απόφαση]]<br /><b>3.</b> [[ερμηνεία]], [[εξήγηση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[σύγκριμα]] μουσικῶν» — [[μουσική]] [[συναυλία]].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκρῐμα Medium diacritics: σύγκριμα Low diacritics: σύγκριμα Capitals: ΣΥΓΚΡΙΜΑ
Transliteration A: sýnkrima Transliteration B: synkrima Transliteration C: sygkrima Beta Code: su/gkrima

English (LSJ)

ατος, τό,

   A body formed by combination, compound, Epicur.Fr.76p.345U. (pl.), Placit.1.15.8, al., Plb.34.5.3, S.E.P.2.24, Sor.1.22, Gal.8.928; anatomical structure, Id.2.899, Philum.Ven.18.2; of the union of body and soul, Zeno Stoic.1.40; σ. νοητόν Phld.D.3.11.    2 σ. μουσικῶν concert, LXX Si.35(32).(7) 5.    II judgement, decree, ib.1 Ma.1.57, PAmh.2.68.34 (i A.D.), Thd.Da.4.21.    III = σύγκρισις 111, LXX Da.5.26.

German (Pape)

[Seite 969] τό, das Zusammensetzen, der zusammengesetzte Körper im Ggstz zum einfachen, ἔκ τινος, Pol. 34, 5, 3 u. Sp., wie Luc. Soloec. 5.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκρῐμα: τό, σῶμα σύνθετον, σύγκραμα, Δημόκρ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 17, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 24, Ἀναξαγ. παρὰ Πλουτ. 892Α, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 883Α, Πολύβ. 8. 34, 7, Πλούτ. 2. 898D, κλπ. 2) σ. μουσικῶν, μουσικὴ συναυλία, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛΕ΄, 5). ΙΙ. ἀπόφασις, κρίσις, αὐτόθι (Α΄ Μακκ. Α΄, 57), πρβλ. Θεοδοτ. Δαν. Δ΄, 21. ΙΙΙ. = σύγκρισις ΙΙΙ, Ἑβδ. (Δαν. Ε΄, 26).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
composé, corps formé de la réunion de plusieurs parties.
Étymologie: συγκρίνω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συγκρίνω
νεοελλ.
1. στερεό σώμα το οποίο σχηματίστηκε από την καθίζηση διαλυμάτων
2. (πετρογρ.) μέρος της φύσης ή της σύστασης ενός πετρώματος ή εδάφους το οποίο προσαυξάνεται από την προοδευτική μεταφορά υλικού και λαμβάνει ποικίλες μορφές
3. ιατρ. παθολογικός στερεός σχηματισμός μέσα σε ιστούς, αρθρώσεις, πόρους και κοιλότητες του σώματος
μσν.-αρχ.
σύνθετο σώμα, σύγκραμα
αρχ.
1. ανατομικός σχηματισμός
2. το αποτέλεσμα του συγκρίνω, κρίση, απόφαση
3. ερμηνεία, εξήγηση
4. φρ. «σύγκριμα μουσικῶν» — μουσική συναυλία.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συγκρίνω
νεοελλ.
1. στερεό σώμα το οποίο σχηματίστηκε από την καθίζηση διαλυμάτων
2. (πετρογρ.) μέρος της φύσης ή της σύστασης ενός πετρώματος ή εδάφους το οποίο προσαυξάνεται από την προοδευτική μεταφορά υλικού και λαμβάνει ποικίλες μορφές
3. ιατρ. παθολογικός στερεός σχηματισμός μέσα σε ιστούς, αρθρώσεις, πόρους και κοιλότητες του σώματος
μσν.-αρχ.
σύνθετο σώμα, σύγκραμα
αρχ.
1. ανατομικός σχηματισμός
2. το αποτέλεσμα του συγκρίνω, κρίση, απόφαση
3. ερμηνεία, εξήγηση
4. φρ. «σύγκριμα μουσικῶν» — μουσική συναυλία.