σφακώδης: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(6_7)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφᾰκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων ἄφθονον [[ἐλελίσφακον]], «σφακώδη κλιτύν· καθ’ ἣν ὁ [[σφάκος]] ἐφύετο. ἔστι δὲ ἄγριον φυτὸν» Ἡσύχ.
|lstext='''σφᾰκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων ἄφθονον [[ἐλελίσφακον]], «σφακώδη κλιτύν· καθ’ ἣν ὁ [[σφάκος]] ἐφύετο. ἔστι δὲ ἄγριον φυτὸν» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ῶδες, Α [[σφάκος]]<br />(για [[τόπο]]) αυτός στον οποίο φύεται με [[αφθονία]] η [[φασκομηλιά]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰκώδης Medium diacritics: σφακώδης Low diacritics: σφακώδης Capitals: ΣΦΑΚΩΔΗΣ
Transliteration A: sphakṓdēs Transliteration B: sphakōdēs Transliteration C: sfakodis Beta Code: sfakw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A abounding in sage, κλ<ε>ιτύς Hsch. σφάλαξ, v σπάλαξ. σφαλάσσειν· τέμνειν, κεντεῖν, Id.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰκώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων ἄφθονον ἐλελίσφακον, «σφακώδη κλιτύν· καθ’ ἣν ὁ σφάκος ἐφύετο. ἔστι δὲ ἄγριον φυτὸν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ῶδες, Α σφάκος
(για τόπο) αυτός στον οποίο φύεται με αφθονία η φασκομηλιά.