φριμάσσομαι: Difference between revisions
διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
(SL_2) |
(45) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[φριμάσσομαι]] <br /> <b>1</b> [[gambol]] [[gloss]]. ad Ael., Hist. Anim., 6. 10, φριμάττεται· Πίνδαρος λυρικὸς ἐπὶ [[τῶν]] ἀγρίων αἰγῶν εἴρηκεν· [[οἷον]] σκιρτᾷ καὶ ἐπεγείρεται fr. 332. | |sltr=[[φριμάσσομαι]] <br /> <b>1</b> [[gambol]] [[gloss]]. ad Ael., Hist. Anim., 6. 10, φριμάττεται· Πίνδαρος λυρικὸς ἐπὶ [[τῶν]] ἀγρίων αἰγῶν εἴρηκεν· [[οἷον]] σκιρτᾷ καὶ ἐπεγείρεται fr. 332. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. φριμάττομαι Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) (για άλογα [[αλλά]] και για άλλα ζώα) [[φριμάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκιρτώ]] από [[λαγνεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. ενεστ. (<b>πρβλ.</b> τα συγγενή [[σημασιολογικός]] [[φρυάσσομαι]], <i>βριμῶμαι</i> «[[βράζω]] από [[οργή]] ή [[αγανάκτηση]], <b>βλ. λ.</b> [[βρίμη]]), αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], το ρ. <i>φρι</i>-<i>μ</i>-<i>άσσομαι</i> έχει σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] <i>bh</i>(<i>e</i>)<i>r</i><i>ē</i><i>i</i>- / <i>bh</i>(<i>e</i>)<i>r</i><i>ī</i>-, [[άλλη]] [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας <i>bher</i>- «[[κοχλάζω]], [[αναβράζω]], κινούμαι ορμητικά», με έρρινο ἐνθημα -<i>m</i>- και μπορεί να συνδεθεί με τα αρχ. ινδ. <i>jarbhuriti</i> «[[σπινθηροβολώ]], ταράζομαι» και αρχ. ισλδ. <i>brimi</i> «[[φωτιά]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. φριμάττομαι,
A snort and leap: wanton, of goats, Theoc.5.141, cf. AP9.558 (Eryc.), Poll.5.88; of high-mettled horses, φριμάξασθαι καὶ χρεμετίσαι Hdt.3.87, cf. AP9.281 (Apollonid.); προσιόντος ἐφριμάττετο καὶ ἐπικροτοῦντος ἐφρυάττετο Ael.NA6.44 (the distinctions drawn by Poll.5.87 and Ammon.Diff.p.138 V. do not hold good).
German (Pape)
[Seite 1306] att. -ττομαι, schnauben und springen, übh. sich unruhig, muthwillig bewegen, schütteln, von Thieren, bes. von Böcken u. Ziegen, die ihr Kraftgefühl in unbändigem Springen äußern, Theocr. 5, 141; auch von muthigen Pferden, φριμάξασθαι καὶ χρεμετίσαι Her. 3, 87, πῶλος ἐπ' ἀνδρομέαν σάρκα φριμασσόμενος Apollnds 18 (IX, 281), obgleich von diesen sonst φρυάσσομαι gebräuchlicher ist, vgl. Poll. 5, 87, Valck. Ammon. p. 226, Koen Greg. Cor. p. 275 u. Schäf. zu D. Hal. de C. V. p. 196; auch von Hunden (Opp. Cyn. 1, 491), Ebern, Hähnen u. vgl. – Uebertr. von Menschen, sich übermüthig, stolz gebehrden, ausgelassen sein. – Das act. hat nur Nicet. – Vgl. übrigens βριμάω, βρέμω, fremo.
Greek (Liddell-Scott)
φρῐμάσσομαι: Ἀττ. -ττομαι· μέλλ. -ξομαι· ἀποθ. Φυσῶ διὰ τῶν μυκτήρων, πηδῶ ἢ σκιρτῶ, ἀκολασταίνω, ἐπὶ αἰγῶν, Θεόκρ. 5. 141, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 88· ὡσαύτως ἐπὶ τῶν σφόδρα θυμοειδῶν ἵππων, φριμάξασθαι καὶ χρεμετίσαι Ἡρόδ. 3. 87, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 281· ― ἂν καὶ περὶ αὐτῶν λέγεται ὅτι τὸ φρυάσσομαι κυριολεκτεῖται, Αἰλ. περὶ Ζῴων, 6. 41, Valck. εἰς Ἀμμών., Θωμᾶς Μάγιστρ. σ. 901, Schäf. εἰς Διονύσ. Ἁλ. π. Συνθ. 196· ὡσαύτως ἐπὶ κυνῶν, πρβλ. Ὀππ. Κυνηγ. 1. 491. ― Τὸ ἐνεργ. φριμάω ἀπαντᾷ ἐν Ὀππ. Κυν. 1. 490. (Συγγενὲς ἴσως τῷ Λατ. fremo.)
French (Bailly abrégé)
s’agiter d’une manière désordonnée, bondir en parl. d’animaux.
Étymologie: R. Φρεμ, s’agiter brusquement ; cf. βρέμω, βρόμος, lat. fremo.
English (Slater)
φριμάσσομαι
1 gambol gloss. ad Ael., Hist. Anim., 6. 10, φριμάττεται· Πίνδαρος λυρικὸς ἐπὶ τῶν ἀγρίων αἰγῶν εἴρηκεν· οἷον σκιρτᾷ καὶ ἐπεγείρεται fr. 332.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και αττ. τ. φριμάττομαι Α
(λόγιος τ.) (για άλογα αλλά και για άλλα ζώα) φριμάζω
αρχ.
σκιρτώ από λαγνεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. ενεστ. (πρβλ. τα συγγενή σημασιολογικός φρυάσσομαι, βριμῶμαι «βράζω από οργή ή αγανάκτηση, βλ. λ. βρίμη), αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. φρι-μ-άσσομαι έχει σχηματιστεί από τη ρίζα bh(e)rēi- / bh(e)rī-, άλλη μορφή της ΙΕ ρίζας bher- «κοχλάζω, αναβράζω, κινούμαι ορμητικά», με έρρινο ἐνθημα -m- και μπορεί να συνδεθεί με τα αρχ. ινδ. jarbhuriti «σπινθηροβολώ, ταράζομαι» και αρχ. ισλδ. brimi «φωτιά»].