χάλασμα: Difference between revisions
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
(Bailly1_5) |
(46) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> relâchement, écartement;<br /><b>2</b> écartement des hommes <i>ou</i> des rangs d’une troupe en bataille.<br />'''Étymologie:''' [[χαλάω]]. | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> relâchement, écartement;<br /><b>2</b> écartement des hommes <i>ou</i> des rangs d’une troupe en bataille.<br />'''Étymologie:''' [[χαλάω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-άσματος, το, ΝΑ [[χαλῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να χαλάει, να καταστρέφεται [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κατεδάφιση]]<br /><b>3.</b> [[ερείπιο]] («βγήκε σαν [[φάντασμα]] από τα χαλάσματα»)<br /><b>4.</b> (για τρόφιμα) [[αλλοίωση]], [[αποσύνθεση]], [[σήψη]]<br /><b>5.</b> (για καιρικές συνθήκες) [[επιδείνωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάσταση]] χαλάρωσης («[[ἀναπνοή]] καὶ [[χάλασμα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]] ελαστικότητας<br /><b>3.</b> (για αιμοφόρα αγγεία) [[χάλαση]], [[χαλάρωση]], [[έλλειψη]] τάσης<br /><b>4.</b> [[σχισμή]], [[χαραμάδα]]<br /><b>5.</b> (σχετικά με στρατιωτική [[παράταξη]]) [[κενό]]<br /><b>6.</b> [[μονοπάτι]] στην [[άκρη]] καλλιεργημένης γης<br /><b>7.</b> [[εξάρθρωση]]<br /><b>8.</b> [[συγγενής]] [[κήλη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A slackened condition, relaxation, ἀναπνοὴ καὶ χ. Plu.2.133d, cf. Luc.Asin.9; lack of elasticity, Ph.Bel.58.8, 65.50; low tension of blood-vessels, Orib. 7.19.6. 2 gap in the line of battle, Plb.18.30.8; σύμμετρον ἔχειν χ. to be packed not too tightly, Plu.Aem.32. 3 slit, Ruf.Anat.59, Gal.4.733; χ. ποιῶν ἐν τῇ ὑποτομῇ IG7.3073.114 (Lebad., ii B. C.). 4 baulk or footpath on the edge of arable land, PLille2.16 (iii B. C.), PGiss.36.17 (ii B. C.), PLond.3.881.21 (ii B. C.), etc. 5 dislocation, ἄρθρων Dsc.1.109 (pl.). 6 congenital hernia, Vett.Val.161.19 (pl.). 7 free play (cf. foreg. 2) of a joint, Erot. s.v. πλοώδης.
German (Pape)
[Seite 1327] τό, Abspannung, Erschlaffung, Verrenkung, Sp.; Pol. vrbdt es mit διάστασις ἀλλήλων, 18, 13, 8; Luc. Asin. 9.
Greek (Liddell-Scott)
χάλασμα: τό, χαλαρὰ κατάστασις, χαλάρωσις, Πλούτ. 2. 132D, 133D, Λουκ. Ὄνος 9. 2) τὸ κενὸν διάστημα μεταξὺ τῶν μαχητῶν ἐν τῇ φάλαγγι, Πολύβ. 18. 13, 8· σύμμετρον ἔχω χ., εἶμαι τοποθετημένος κατὰ σύμμετρα διαστήματα, Πλουτ. Αἰμίλ. 32. 3) ἐξάρθρωσις ὀστοῦ, Ὀρειβάσ. 145 Matth.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 relâchement, écartement;
2 écartement des hommes ou des rangs d’une troupe en bataille.
Étymologie: χαλάω.
Greek Monolingual
-άσματος, το, ΝΑ χαλῶ
νεοελλ.
1. το να χαλάει, να καταστρέφεται κάτι
2. κατεδάφιση
3. ερείπιο («βγήκε σαν φάντασμα από τα χαλάσματα»)
4. (για τρόφιμα) αλλοίωση, αποσύνθεση, σήψη
5. (για καιρικές συνθήκες) επιδείνωση
αρχ.
1. κατάσταση χαλάρωσης («ἀναπνοή καὶ χάλασμα», Πλούτ.)
2. έλλειψη ελαστικότητας
3. (για αιμοφόρα αγγεία) χάλαση, χαλάρωση, έλλειψη τάσης
4. σχισμή, χαραμάδα
5. (σχετικά με στρατιωτική παράταξη) κενό
6. μονοπάτι στην άκρη καλλιεργημένης γης
7. εξάρθρωση
8. συγγενής κήλη.