ἄγε: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
(T22)
(2)
Line 33: Line 33:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[properly]], [[imperative]] of [[ἄγω]]), "Come! Come [[now]]!" used, as it [[often]] is in the classics (Winer's Grammar, 516 (481)), [[even]] [[when]] [[more]] [[than]] [[one]] is addressed: James 5:1.
|txtha=([[properly]], [[imperative]] of [[ἄγω]]), "Come! Come [[now]]!" used, as it [[often]] is in the classics (Winer's Grammar, 516 (481)), [[even]] [[when]] [[more]] [[than]] [[one]] is addressed: James 5:1.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄγε:''' [[ἄγετε]],[[κυρίως]] προστ. του [[ἄγω]] που χρησιμοποιείται ως επίρρ.· [[εμπρός]]! [[λοιπόν]]! Λατ. [[age]]! σε Όμηρ., Αττ.
}}
}}

Revision as of 17:06, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄγε Medium diacritics: ἄγε Low diacritics: άγε Capitals: ΑΓΕ
Transliteration A: áge Transliteration B: age Transliteration C: age Beta Code: a)/ge

English (LSJ)

ἄγετε, imper. of ἄγω, used as Adv.,

   A come on! freq. in Hom., who mostly strengthens it, εἰ δ' ἄγε, νῦν δ' ἄγε, ἄγε δή, ἀλλ' ἄγε, in Att. freq. ἄγε νύν Ar.Eq.1011, etc.; before 1 and 2 pers. pl., ἄγε δὴ τραπείομεν Il.3.441; ἄγε δὴ στέωμεν 11.348; ἄγε τάμνετε Od.3.332; ἀλλ' ἄγε, Πέρσαι, φροντίδα θώμεθα A.Pers.140; ἄγε δὴ καὶ χορὸν ἅψωμεν Id.Eu.307; rarely before 1sg., ἄγε δὴ . . ἀριθμήσω Od.13.215; before 3pl., ἀλλ' ἄγε, κήρυκες . . λαὸν . . ἀγειρόντων Il.2.437; in Prose, ἄγε τοίνυν . . σκοπῶμεν X.Cyr.5.5.15; foll. by ὅπως c. fut., Ar.Ec.149; abs., E. Cyc.590:—also, ἄγετε, . . λύσασθε A. Ch.803; ἄγετε with 1pl., Il.2.139, Od.1.76, Ar.Lys.665; with 1sg., Od.22.139: cf. ἄγι.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγε: ἄγετε, κυρ. προστακτ. τοῦ ἄγω, ἀλλ’ ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., ὥσπερ τὸ φέρε, ἐμπρός! λοιπόν! Λατ. age, παρ’ Ὁμ., ὅστις ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐνισχύει αὐτό, εἰ δ’ ἄγε, νῦν δ’ ἄγε, ἄγε δή, ἀλλ’ ἄγε, = immo age! Παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως, ἄγε νῦν, Ἀριστοφ. Ἱπ. 1011. Ὡσαύτως ὡς τὸ φέρε πρὸ τοῦ α΄ καὶ β΄ πληθ. προσ., ἄγε δὴ τραπείομεν, Ἰλ. Γ, 441, ἄγε δὴ στέωμεν, Λ. 348· ἄγε τέμνετε, Ὀδ. Γ. 332· ἀλλ’ ἄγε, Πέρσαι, θυώμεθα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 140· ἄγε δή, καὶ χορὸν ἅψωμεν, ὁ αὐτ. Εὐμ. 307· πρβλ. Ἱκ. 625. Σπανίως δὲ πρὸ τοῦ α΄ ἑνικοῦ, ἄγε δή ... ἀριθμήσω, Ὀδ. Ν, 215, Εὐρ. Κύκλ. 590, ἔτι καὶ πρὸ τοῦ γ΄ πληθ., ἀλλ’ ἄγε, κήρυκες ... λαόν ... ἀγειρόντων, Ἰλ. Β. 437· παρὰ πεζοῖς, ἄγε δή ... σκοπῶμεν, Ξεν. Κύρ. 5. 5, 15: - ὡσαύτως, ἄγετε ... λύσασθε, Αἰσχύλ. Χο. 803. Τὸ ἄγετε κεῖται ὡσαύτως μετὰ α΄ πληθ. ἐν Ἰλ. Β, 139, Ὀδ. Α, 76, Ἀριστοφ. Λυσ. 665· μετὰ α΄ ἑνικοῦ, Ὀδ. Χ. 139.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impér. de ἄγω;
interj. allons ! eh bien ! voyons ! avec un autre impér. εἴπ’ ἄγε IL dis, allons !.
2poét. c. ἦγε, 3ᵉ sg. impf. de ἄγω.

English (Autenrieth)

imp. of ἄγω, used as interjection: quick! come! Freq. ἀλλ' ἄγε, ἄγε δή, and foll. by subj. or imp. ἄγε often w. pl., e. g. παῖδες ἐμοί, ἄγε κτλ., Il. 19.475. See also εἰ δ' ἄγε.

English (Slater)

ᾰγε impv. ἄγω,
   1 come now!
   a c. impv., “δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεται, πέδασον” (O. 1.75) ἔπεχε νῦν σκοπῷ τόξον, ἄγε, θυμέ (O. 2.89) “ἄγε, φίλτρον τόδἵππειον δέκευ” (O. 13.68) ἄγε, κουφοῖσιν ἐκνεῦσαι ποσίν (Maas: ἀλλὰ codd: ἄνα Kayser.) (O. 13.114) ἄγἔπειτἐξεύρωμεν ὕμνον (P. 1.60) εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα (N. 6.28)
   b c. ind., “ἀλλ' ἄγε τῶνδε τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμ” (N. 10.82)

Spanish (DGE)

v. ἄγω D.

English (Abbott-Smith)

ἄγε, prop. imperat. of ἄγω,
come! used as adv. and addressed, like φέρε, to one or more persons: Ja 4:13, 5:1. †

English (Strong)

imperative of ἄγω; properly, lead, i.e. come on: go to.

English (Thayer)

(properly, imperative of ἄγω), "Come! Come now!" used, as it often is in the classics (Winer's Grammar, 516 (481)), even when more than one is addressed: James 5:1.

Greek Monotonic

ἄγε: ἄγετε,κυρίως προστ. του ἄγω που χρησιμοποιείται ως επίρρ.· εμπρός! λοιπόν! Λατ. age! σε Όμηρ., Αττ.