ἀναπλέω: Difference between revisions
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἀναπλέω]] και ιων. [[ἀναπλώω]] και επικ. [[ἀναπλείω]]) [[πλέω]]<br />[[πλέω]] [[προς]] τα [[επάνω]], [[πλέω]] αντίθετα [[προς]] το [[ρεύμα]] ποταμού, θάλασσας κ.λπ. ή την [[κατεύθυνση]] τών ανέμων || (<br />νεοελλ.) [[αποπλέω]], [[εκπλέω]]<br /><b>αρχ.</b>1. [[πλέω]] στα ανοιχτά, [[ταξιδεύω]]<br /><b>2.</b> [[ανεβαίνω]] στην [[επιφάνεια]], [[επιπλέω]]<br /><b>3.</b> [[πλημμυρίζω]]<br /><b>4.</b> [[πλέω]] ή [[κολυμπώ]] [[προς]] τα [[πίσω]], [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]]<br /><b>5.</b> (για την [[τροφή]]) [[ανέρχομαι]] στο [[στόμα]] (τών Μηρυκαστικών)<br /><b>6.</b> [[χαλαρώνω]], [[πέφτω]]. | |mltxt=(Α [[ἀναπλέω]] και ιων. [[ἀναπλώω]] και επικ. [[ἀναπλείω]]) [[πλέω]]<br />[[πλέω]] [[προς]] τα [[επάνω]], [[πλέω]] αντίθετα [[προς]] το [[ρεύμα]] ποταμού, θάλασσας κ.λπ. ή την [[κατεύθυνση]] τών ανέμων || (<br />νεοελλ.) [[αποπλέω]], [[εκπλέω]]<br /><b>αρχ.</b>1. [[πλέω]] στα ανοιχτά, [[ταξιδεύω]]<br /><b>2.</b> [[ανεβαίνω]] στην [[επιφάνεια]], [[επιπλέω]]<br /><b>3.</b> [[πλημμυρίζω]]<br /><b>4.</b> [[πλέω]] ή [[κολυμπώ]] [[προς]] τα [[πίσω]], [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]]<br /><b>5.</b> (για την [[τροφή]]) [[ανέρχομαι]] στο [[στόμα]] (τών Μηρυκαστικών)<br /><b>6.</b> [[χαλαρώνω]], [[πέφτω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀναπλέω:''' Ιων. -[[πλώω]], Επικ. -[[πλείω]]· μέλ. -[[πλεύσομαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πλέω]] προς τα πάνω, [[πλέω]] ενάντια στο [[ρεύμα]], με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μεταβαίνω]] [[κάπου]] μέσω της θάλασσας, σε Ομήρ. Ιλ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[πλέω]] [[πίσω]] μέσω του ίδιου δρόμου, [[επανέρχομαι]] μέσω της θάλασσας, σε Ηρόδ., Ξεν.· λέγεται για ψάρια, [[κολυμπώ]] προς τα [[πίσω]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:07, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. ἀνα-πλώω, Ep. ἀνα-πλείω (q.v.),
A sail upwards, go up-stream, στεινωπὸν ἀνεπλέομεν we sailed up the strait, Od.12.234, cf. Hdt.2.97, 4.89; sail up the Hellespont, X.HG4.8.36:—Pass., ἀναπλεῖται ἐκ θαλάττης ὁ Πάδος Plb.2.16.10. 2 put out to sea, ἐς Τροίην νήεσσιν ἀναπλεύσεσθαι Il.11.22, cf. And.1.76, Decr. ap. D.18.184; ἀ. ἐπὶ τρόπαιον IG2.471.28. 3 float up, rise to the surface, ναυάγιον ἀ. Arist.Pr.932a1. 4 overflow, Ael.NA10.19. II sail back, Hdt.1.78; of fish, swim back, Id.2.93. 2 metaph. of food, return from the stomach, for rumination, Ael.NA2.54. III become loose, split off, of bone-splinters, Hp.Fract.24; ὀδόντες ἀναπλέουσι the teeth fall out, Id.Epid.4.19, cf. ἀναπλείω; of chalk-stones, come away, Orib.Syn.9.58.2.
German (Pape)
[Seite 202] (s. πλέω), 1) aufwärts schiffen, στεινωπόν, die Meerenge hinausfahren, Od. 12, 234; stroman schiffen, fahren, ἀπὸ θαλάττης εἰς Νεῖλον Thuc. 1, 104; pass., ὁ ποταμὸς ἐκ θαλάττης ἀναπλεῖται Pol. 2, 16, 10, der Fluß wird vom Meere aufwärts befahren; vgl. D. Hal. 3, 44; allgem., auf die hohe See fahren, absegeln, öfter Pol., wie ἀνάγεσθαι; von dem Zuge der Griechen nach Troja Hom. Iliad. 11, 22, s. Lehrs Aristarch. p. 119. – 2) zurücksegeln, Xen. Hell. 4, 8, 36; Dem. 32, 19; Pol. 5. 102. – 3) ὀδόντες ἀναπλέουσι, die Zähne fallen aus, Hippocr.; Nic. Th. 308.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπλέω: Ἰων. -πλώω, Ἐπ. -πλείω: μέλλ. -πλεύσομαι: (ἴδε πλέω). Πλέω πρὸς τὰ ἄνω, ἀνέρχομαι τὸ ῥεῦμα, πλέω ἐναντίον τοῦ ῥεύματος, στεινωπὸν ἀνεπλέομεν Ὀδ. Μ. 234, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 97., 4. 89: - Παθ., ἀναπλεῖται ἐκ τῇς θαλάττης ὁ ποταμὸς Πολύβ. 2. 16, 10. 2) μεταβαίνω διὰ θαλάσσης εἰς τόπον τινά, ἐς Τροίην νήεσσιν ἀναπλεύσεσθαι ἔμελλον Ἰλ. Λ. 22, πρβλ. Ἀνδοκ. 10. 28, Δημ. 290. 2. 3) ἐπιπλέω, ἀνέρχομαι εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ναυάγιον ἀν Ἀριστ. Προβλ. 23, 5, 1. 4) ὑπερχειλίζω, πλημμυρῶ, Ἰακωψ. Αἰλ. π. Ζ. 10. 19. ΙΙ. πλέω ὀπίσω διὰ τῆς αὐτῆς ὁδοῦ, ἐπανέρχομαι διὰ θαλάσσης, Ἡρόδ. 1. 78. Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 36: - ὡσαύτως ἐπὶ τῶν ἰχθύων, ἐπανέρχομαι, Ἡρόδ. 2. 93. 2) μεταφ., ἐπὶ τροφῆς, ἀνερχομένης ἐκ τοῦ στομάχου πρὸς ἀναμάσησιν, ἐπὶ μηρυκωμένων ζῴων, Αἰλ. π. Ζ. 2. 54. ΙΙΙ. ὀδόντες ἀναπλέουσι, πίπτουσιν, Ἱππ. 1125G., Νικ. Θ. 308· πρβλ. ἀνάπλευσις.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναπλεύσομαι, etc.
I. (ἀνά, en haut);
1 naviguer en remontant : στεινωπόν OD un détroit ; abs. remonter le cours d’un fleuve;
2 gagner la haute mer, s’embarquer pour une expédition;
3 remonter à la surface de l’eau;
4 déborder;
II. (ἀνά, en arrière);
1 naviguer en rebroussant chemin;
2 revenir en parl. d’aliments : τροφὴ ἀναπλέουσα ÉL nourriture qui revient de l’estomac dans la bouche des ruminants.
Étymologie: ἀνά, πλέω.
English (Autenrieth)
fut. inf. ἀναπλεύσεσθαι: sail up; στεινωπόν, Od. 12.234; ἐς Τροίην (over the high seas), Il. 11.22.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ép. ἀναπλείω
I 1navegar contra corriente, remontar gener. con indicación del punto de partida στεινωπὸν ἀνεπλέομεν Od.12.234, ἐκ Ναυκράτιος Hdt.2.97, ἀπὸ θαλάσσης ἐς τὸν Νεῖλον Th.1.104, cf. X.HG 4.8.36
•de peces remontar ὀπίσω Hdt.2.93, εἰς τοὺς ποταμοὺς ἀναπλέουσι πολλοὶ τῶν ἰχθύων Arist.HA 601b20
•en v. pas. ser navegable contra corriente ἀναπλεῖται δ' ἐκ θαλάττης Plb.2.16.10, del Guadalquivir, Str.3.2.3.
2 navegar de vuelta Τροίηθεν ἀνέπλε ε νηυσί Hes.Fr.43a.63, Κρήτηθεν ἀνέπλει Call.Del.309.
3 hacerse a la mar, navegar c. indicación de direcc. ἐς Τροίην Il.11.22, cf. Hes.Fr.23a19, εἰς Ἑλλήσποντον And.Myst.76, cf. Isoc.15.112, Decr. en D.18.184, Plb.1.25.9, 29.27.9, IG 22.1006.28, POxy.259.27 (I d.C.).
4 subir a la superficie ναυάγιον Arist.Pr.932a1, μύδροι Fauorin.de Ex.10.35.
5 sobrarse, desbordarse un río, Ael.NA 10.19.
II fig.
1 regurgitar la comida al rumiar, Ael.NA 2.54.
2 estar suelto o flotante ὀδόντες Hp.Epid.4.19, παρασχίδες ὀστέων Hp.Fract.24, de los artríticos ἀνέπλεεν ... μόρια τῶν πώρων Orib.Syn.9.58.2.
Greek Monolingual
(Α ἀναπλέω και ιων. ἀναπλώω και επικ. ἀναπλείω) πλέω
πλέω προς τα επάνω, πλέω αντίθετα προς το ρεύμα ποταμού, θάλασσας κ.λπ. ή την κατεύθυνση τών ανέμων
Greek Monotonic
ἀναπλέω: Ιων. -πλώω, Επικ. -πλείω· μέλ. -πλεύσομαι·
I. 1. πλέω προς τα πάνω, πλέω ενάντια στο ρεύμα, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
2. μεταβαίνω κάπου μέσω της θάλασσας, σε Ομήρ. Ιλ., Δημ.
II. πλέω πίσω μέσω του ίδιου δρόμου, επανέρχομαι μέσω της θάλασσας, σε Ηρόδ., Ξεν.· λέγεται για ψάρια, κολυμπώ προς τα πίσω, σε Ηρόδ.