παθητός: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(30)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παθητός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έπαθε, που υπέστη [[κάτι]] που υπέφερε<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[πάθος]], («τὸ θνητὸν και παθητὸν ἀποβαλόντας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τον Ιησού Χριστό) ο προορισμένος να υποφέρει<br /><b>4.</b> αυτός που υπόκειται σε εξωτερικές επιδράσεις, αλλοιώσεις, μεταβολές, ο [[μεταβλητός]]<br /><b>5.</b> αυτός που υφίσταται τις επιδράσεις τών ενεργειών άλλων, [[χωρίς]] να μπορεί ή να θέλει ν' αντιδράσει, [[παθητικός]]<br /><b>6.</b> αυτός που έχει προσβληθεί από κάποια νόσο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάθος]] [[κατά]] τα ρημ. επιθ. σε -<i>τός</i>].
|mltxt=[[παθητός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έπαθε, που υπέστη [[κάτι]] που υπέφερε<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[πάθος]], («τὸ θνητὸν και παθητὸν ἀποβαλόντας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τον Ιησού Χριστό) ο προορισμένος να υποφέρει<br /><b>4.</b> αυτός που υπόκειται σε εξωτερικές επιδράσεις, αλλοιώσεις, μεταβολές, ο [[μεταβλητός]]<br /><b>5.</b> αυτός που υφίσταται τις επιδράσεις τών ενεργειών άλλων, [[χωρίς]] να μπορεί ή να θέλει ν' αντιδράσει, [[παθητικός]]<br /><b>6.</b> αυτός που έχει προσβληθεί από κάποια νόσο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάθος]] [[κατά]] τα ρημ. επιθ. σε -<i>τός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰθητός:''' -ή, -όν ([[παθεῖν]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κάποιος]] που έχει υποφέρει· αυτός που υποκύπτει στο [[πάθος]] (γίνεται [[έρμαιο]] του πάθους), σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για τον Σωτήρα Ιησού Χριστό, αυτός που προορίζεται να υποφέρει, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 18:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰθητός Medium diacritics: παθητός Low diacritics: παθητός Capitals: ΠΑΘΗΤΟΣ
Transliteration A: pathētós Transliteration B: pathētos Transliteration C: pathitos Beta Code: paqhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A one who has suffered, Men.Mon.457.    II subject to suffering, Act.Ap.26.23; τὸ θνητὸν καὶ π. Plu.Pel.16, cf. Num.8.    2 liable to external influence or change, opp. ἀπαθής, Arist. Mu.392a33; π. καὶ μεριστόν Plot.6.4.8; passive, opp. δραστήριος, Ph. 1.2; νοῦς ἐστι π. καὶ μεριστός Olymp. in Phd.p.101 N.; but ὁ νοῦς ἀπαθής, ἡ δὲ γένεσις π. Dam.Pr.414, cf. Ph.1.176.    3 Medic., diseased, affected, στεφάνη PMed.Strassb.p.8.

German (Pape)

[Seite 437] dem Leiden, den Leidenschaften ausgesetzt, Plut. oft; τὸ θνητὸν καὶ παθητὸν ἀποβαλόντες, Pelop. 16, vgl. Num. 8; Ggstz ἀπαθής, plac. phil. 2, 6, wie S. Emp. adv. phys. 2, 311.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰθητός: -ή, -όν, ὁ παθών, Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 457. ΙΙ. ὁ ὑποκείμενος εἰς πάθοςπάθημα, (τὸ τοῦ Κικέρωνος, patibilis, N. D. 3. 12), τὸ θνητὸν καὶ παθητὸν Πλουτ. Πελοπ. 16, πρβλ. Νουμ. 8. β) ἐπὶ τοῦ Σωτῆρος, ὁ προωρισμένος νὰ πάθῃ, Πράξ. Ἀπ. κϚ΄, 23· ἀλλά τινες ἡρμήνευσαν τὴν λέξιν ἀποδόντες εἰς αὐτὴν τὴν ἔννοιαν ἣν ἔχει παρὰ Πλουτ., διὸ καὶ ὠνομάσθησαν παθητολάτραι, Εὐσ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 106. 14. 2) ὁ ὑποκείμενος εἰς μεταβολὰς καὶ ἀλλοιώσεις, ἀντίθ. τῷ ἀπαθής, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
accessible aux impressions extérieures, impressionnable.
Étymologie: adj. verb. de πάσχω.

English (Strong)

from the same as πάθημα; liable (i.e. doomed) to experience pain: suffer.

English (Thayer)

παθητη, παθητον (πάσχω, παθεῖν);
1. passible (Latin patibilis, Cicero, de nat. deor. 3,12, 29), endued with capacity of suffering, capable of feeling; often in Plutarch, as παθητον σῶμα.
2. subject to the necessity of suffering, destined to suffer (Vulg. passibilis): παθητός compare the similar language of Justin Martyr, dialog contra Trypho, chapters 36,39, 52,68, 76,89); cf. Winer s Grammar, 97 (92); (Buttmann, 42 (37)); (so in ecclesiastical writings also, cf. Otto's Justin, Greek index under the word; Christ is said to be παθητός and ἀπαθής in Ignatius ad Ephesians 7,2 [ET]; ad Polycarp, 3,2 [ET]).

Greek Monolingual

παθητός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που έπαθε, που υπέστη κάτι που υπέφερε
2. αυτός που υπόκειται σε πάθος, («τὸ θνητὸν και παθητὸν ἀποβαλόντας», Πλούτ.)
3. (για τον Ιησού Χριστό) ο προορισμένος να υποφέρει
4. αυτός που υπόκειται σε εξωτερικές επιδράσεις, αλλοιώσεις, μεταβολές, ο μεταβλητός
5. αυτός που υφίσταται τις επιδράσεις τών ενεργειών άλλων, χωρίς να μπορεί ή να θέλει ν' αντιδράσει, παθητικός
6. αυτός που έχει προσβληθεί από κάποια νόσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος κατά τα ρημ. επιθ. σε -τός].

Greek Monotonic

πᾰθητός: -ή, -όν (παθεῖν
I. κάποιος που έχει υποφέρει· αυτός που υποκύπτει στο πάθος (γίνεται έρμαιο του πάθους), σε Πλούτ.
II. λέγεται για τον Σωτήρα Ιησού Χριστό, αυτός που προορίζεται να υποφέρει, σε Καινή Διαθήκη