ἐξεταστικός: Difference between revisions
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
(12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐξεταστικός]], -ή, -όν) [[εξεταστής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εξέταση]], ο [[ικανός]] να εξετάζει («εξεταστική [[επιτροπή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] ν' αναζητεί την [[αλήθεια]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐξεταστικόν</i><br />[[αμοιβή]] εξεταστή, [[εξέταστρα]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐξεταστικός]], -ή, -όν) [[εξεταστής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εξέταση]], ο [[ικανός]] να εξετάζει («εξεταστική [[επιτροπή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] ν' αναζητεί την [[αλήθεια]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐξεταστικόν</i><br />[[αμοιβή]] εξεταστή, [[εξέταστρα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξεταστικός:''' -ή, -όν ([[ἐξετάζω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ικανός]], [[αρμόδιος]] να εξετάζει, <i>τινος</i>, σε Ξεν.· απόλ., [[ερευνητικός]], στον ίδ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἐξ</i>. (ενν. [[ἀργύριον]]), <i>τό</i>, ο [[μισθός]] ενός <i>ἐξεταστοῦ</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A capable of examining into, τῶν ἔργων X.Mem.1.1.7; ἐ. καὶ κριτικός Luc.Herm.64; ἐ. πρὸς ἀκρίβειαν exacting, Hierocl.in CA7p.429M.: abs., fitted for inquiry, of Dialectic, Arist.Top.101b3 (in Po.1455a34 ἐκστατικοί is prob. l.). Adv. -κῶς D.17.13. II ἐ. (sc. ἀργύριον), τό, salary of an ἐξεταστής, Id.13.4.
German (Pape)
[Seite 879] ή, όν, zum Prüfen, Untersuchen gehörig, geschickt; τῶν ἔργων Xen. Mem. 1, 1, 7; Arist. poet. 17; εἶδος λόγων Anaxim. rhet. 1; καὶ κριτικὴ παρασκευή Luc. Hermot. 64. – Bei Dem. 13, 4 ist τὸ ἐξεταστικόν der Richtersold für eine gerichtliche Untersuchung. – Adv., παρέργως ἀλλ' οὐκ ἐξεταστικῶς ἐκκλησιάζειν, genau, Dem. 17, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεταστικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειος ἢ ἁρμόδιος νὰ ἐξετάζῃ, μετὰ γεν., τῶν ἔργων ἐξεταστικὸς Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 7· ἐξ. καὶ κριτικὸς Λουκ. Ἑρμότ. 64· ‒ ἀπολ., ἐρευνητικός, περὶ τῆς διαλεκτικῆς, Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 2· ἐν τῇ Ποιητ. 17, 5, ἐκστατικοὶ φαίνεται νὰ εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Δημ. 215. 9. ΙΙ. ἐξεταστικὸν (ἐνν. ἀργύριον), τό, ὁ μισθὸς ἐξεταστοῦ, Δημ. 167. 17.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 propre à rechercher, à examiner;
2 qui recherche ou examine.
Étymologie: ἐξετάζω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐξεταστικός, -ή, -όν) εξεταστής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξέταση, ο ικανός να εξετάζει («εξεταστική επιτροπή»)
αρχ.
1. ο κατάλληλος ν' αναζητεί την αλήθεια
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξεταστικόν
αμοιβή εξεταστή, εξέταστρα.
Greek Monotonic
ἐξεταστικός: -ή, -όν (ἐξετάζω),
I. ικανός, αρμόδιος να εξετάζει, τινος, σε Ξεν.· απόλ., ερευνητικός, στον ίδ.· επίρρ. -κῶς, σε Δημ.
II. ἐξ. (ενν. ἀργύριον), τό, ο μισθός ενός ἐξεταστοῦ, στον ίδ.