παραλυτικός: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(31) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παράλυση]]<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από μία [[μορφή]] παραλύσεως («παραλυτικά [[άκρα]]»)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο [[παραλυτικός]] και <i>η παραλυτική</i><br />[[άτομο]] που πάσχει από [[παράλυση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει, που προκαλεί [[παράλυση]] («η παραλυτική [[ενέργεια]] μερικών βοτάνων»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «παραλυτική [[έκκριση]]»<br /><b>φυσιολ.</b> η [[έκκριση]] ενός αδένα [[μετά]] από [[διατομή]] του εκκριτικού του νεύρου, όπως [[είναι]] λ.χ. η [[έκκριση]] του υπογνάθιου αδένα [[μετά]] από [[διατομή]] της χορδής του τυμπάνου<br />β) «παραλυτικό [[βάδισμα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[απόκλιση]] του βαδίσματος από το κανονικό, που οφείλεται σε [[παράλυση]] του περονιαίου νεύρου και στην προϊούσα μυϊκή [[δυστροφία]]<br />γ) «[[παραλυτικός]] [[ίλιγγος]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[νόσος]] του αγροτικού πληθυσμού, ενδημική στην Ελβετία και στην Ιαπωνία, χαρακτηριζόμενη από κρίσεις ιλίγγου και [[ποικιλία]] παρέσεων και παραλύσεων, αλλ. [[σύνδρομο]] Ζερλιέ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παράλυτος]]. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>paralytique</i>]. | |mltxt=-ή, -ό, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παράλυση]]<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από μία [[μορφή]] παραλύσεως («παραλυτικά [[άκρα]]»)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο [[παραλυτικός]] και <i>η παραλυτική</i><br />[[άτομο]] που πάσχει από [[παράλυση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει, που προκαλεί [[παράλυση]] («η παραλυτική [[ενέργεια]] μερικών βοτάνων»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «παραλυτική [[έκκριση]]»<br /><b>φυσιολ.</b> η [[έκκριση]] ενός αδένα [[μετά]] από [[διατομή]] του εκκριτικού του νεύρου, όπως [[είναι]] λ.χ. η [[έκκριση]] του υπογνάθιου αδένα [[μετά]] από [[διατομή]] της χορδής του τυμπάνου<br />β) «παραλυτικό [[βάδισμα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[απόκλιση]] του βαδίσματος από το κανονικό, που οφείλεται σε [[παράλυση]] του περονιαίου νεύρου και στην προϊούσα μυϊκή [[δυστροφία]]<br />γ) «[[παραλυτικός]] [[ίλιγγος]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[νόσος]] του αγροτικού πληθυσμού, ενδημική στην Ελβετία και στην Ιαπωνία, χαρακτηριζόμενη από κρίσεις ιλίγγου και [[ποικιλία]] παρέσεων και παραλύσεων, αλλ. [[σύνδρομο]] Ζερλιέ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παράλυτος]]. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>paralytique</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραλῠτικός:''' -ή, -όν, [[παράλυτος]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A paralytic, Ev.Matt.4.24, Dsc.1.16, Ruf. ap. Orib.8.39.8.
German (Pape)
[Seite 488] ή, όν, an einer Seite gelähmt, paralytisch, Sp., N. T.
Greek (Liddell-Scott)
παραλῠτικός: -ή, -όν, πάσχων παράλυσιν, Εὐαγγ. κ. Ματθ. δ΄, 24, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
paralytique NT.
Étymologie: παράλυτος.
English (Strong)
from a derivative of παραλύω; as if dissolved, i.e. "paralytic": that had (sick of) the palsy.
English (Thayer)
παραλυτικη, παραλυτικόν (from παραλύω, which see), paralytic, i. e. suffering from the relaxing of the nerves of one side; universally, disabled, weak of limb (A. V. palsied, sick of the palsy): L WH marginal reading in Riehm, HWB, under the word Krankheiten, 5; B. D. American edition, p. 1866b.)
Greek Monolingual
-ή, -ό, ΝΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράλυση
2. αυτός που πάσχει από μία μορφή παραλύσεως («παραλυτικά άκρα»)
3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο παραλυτικός και η παραλυτική
άτομο που πάσχει από παράλυση
νεοελλ.
1. αυτός που επιφέρει, που προκαλεί παράλυση («η παραλυτική ενέργεια μερικών βοτάνων»)
2. φρ. α) «παραλυτική έκκριση»
φυσιολ. η έκκριση ενός αδένα μετά από διατομή του εκκριτικού του νεύρου, όπως είναι λ.χ. η έκκριση του υπογνάθιου αδένα μετά από διατομή της χορδής του τυμπάνου
β) «παραλυτικό βάδισμα»
ιατρ. απόκλιση του βαδίσματος από το κανονικό, που οφείλεται σε παράλυση του περονιαίου νεύρου και στην προϊούσα μυϊκή δυστροφία
γ) «παραλυτικός ίλιγγος»
ιατρ. νόσος του αγροτικού πληθυσμού, ενδημική στην Ελβετία και στην Ιαπωνία, χαρακτηριζόμενη από κρίσεις ιλίγγου και ποικιλία παρέσεων και παραλύσεων, αλλ. σύνδρομο Ζερλιέ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράλυτος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. paralytique].
Greek Monotonic
παραλῠτικός: -ή, -όν, παράλυτος, σε Καινή Διαθήκη