δινωτός: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(9) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δινωτός]], -ή, -όν (Α) [[δίνος]]<br /><b>1.</b> ο στρογγυλεμένος με τόρνο, ο τορνευμένος<br /><b>2.</b> σκεπασμένος [[γύρω]] [[γύρω]]<br /><b>3.</b> [[περιστροφικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[δίνος]], εφόσον το ρ. [[δινώ]] (-<i>όω</i>), του οποίου παράγωγο θα μπορούσε να ήταν, παραδίδεται μεταγενεστέρως. Η λ. [[δινωτός]] συνδέθηκε με μυκηναϊκούς τ. <i>qeqinomeno</i>, <i>qeqinoto</i>, που όμως δημιουργούν προβλήματα και φωνολογικά και σημασιολογικά (αναφέρονται στην [[κατεργασία]] του ελεφαντόδοντου) λόγω του αρχικού χειλοϋπερωικού συμφώνου (<b>[[πρβλ]].</b> και [[βινέω]])]. | |mltxt=[[δινωτός]], -ή, -όν (Α) [[δίνος]]<br /><b>1.</b> ο στρογγυλεμένος με τόρνο, ο τορνευμένος<br /><b>2.</b> σκεπασμένος [[γύρω]] [[γύρω]]<br /><b>3.</b> [[περιστροφικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[δίνος]], εφόσον το ρ. [[δινώ]] (-<i>όω</i>), του οποίου παράγωγο θα μπορούσε να ήταν, παραδίδεται μεταγενεστέρως. Η λ. [[δινωτός]] συνδέθηκε με μυκηναϊκούς τ. <i>qeqinomeno</i>, <i>qeqinoto</i>, που όμως δημιουργούν προβλήματα και φωνολογικά και σημασιολογικά (αναφέρονται στην [[κατεργασία]] του ελεφαντόδοντου) λόγω του αρχικού χειλοϋπερωικού συμφώνου (<b>[[πρβλ]].</b> και [[βινέω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δῑνωτός:''' -ή, -όν (όπως αν προερχόταν από [[δινόω]]), [[τορνευτός]], [[στρογγυλός]], σε Όμηρ.· <i>νώροπι χαλκῷ δινωτήν</i> (ενν. <i>ἀσπίδα</i>), καλυμμένη κυκλικά από χάλκινες πλάκες, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A turned, rounded, λέχη, κλισίη, Il.3.391, Od.19.56; ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτήν (sc. ἀσπίδα) covered with . . circular plates (or adorned with spirals), Il.13.407; θρόνος A.R.3.44. II whirling, κύκλοι Parm.1.7; πτέρυγες Epic.Alex.Adesp. 4.14 Pap.
Greek (Liddell-Scott)
δῑνωτός: -ή, -όν, (δινόω) τορνευτός, στρογγύλος, ἀσπίς, λέχος Ἰλ. Γ. 391, Ὀδ. Τ. 56· ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτὴν [ἐνν. ἀσπίδα], κατεσκευασμένην κυκλοτερῶς διὰ δερμάτων βοῶν καὶ χαλκῶν πλακῶν, Ἰλ. Ν. 407.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fait au tour ; ῥινοῖσι καὶ χαλκῷ δινητή IL bouclier couvert sur toute sa surface ronde de peaux et d’airain.
Étymologie: δῖνος.
Spanish (DGE)
(δῑνωτός) -ή, -όν
• Grafía: graf. δειν- Hsch.
• Prosodia: [-ῐ- Man.6.577]
I 1redondo, ἀσπίς Il.13.407, Θυτήριον Arat.440, σάκος A.R.4.222, cf. AP 6.219 (Antip.Sid.), λίθος AP 16.306 (Leon.), ὦμοι Man.l.c., πόλος Nonn.D.1.364, 2.163.
2 torneado, aunque tal vez decorado con círculos o espirales λέχη Il.3.391, κλισίη δ. ἐλέφαντι καὶ ἀργύρῳ Od.19.56, θρόνος A.R.3.44, δ. μολίβοιο ... κύβος Opp.H.4.83, cf. IG 22.1440.35 (IV a.C.), Hsch., Eust.1715.42.
II que gira, que da vueltas κύκλοι Parm.B 1.7, Arat.462, ἄστρων Κύκλος Ps.Emp.Sphaer.54, σκολιῇσι δράκων δ. ἀκάνθαις Nonn.D.12.319, cf. 38.162.
Greek Monolingual
δινωτός, -ή, -όν (Α) δίνος
1. ο στρογγυλεμένος με τόρνο, ο τορνευμένος
2. σκεπασμένος γύρω γύρω
3. περιστροφικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δίνος, εφόσον το ρ. δινώ (-όω), του οποίου παράγωγο θα μπορούσε να ήταν, παραδίδεται μεταγενεστέρως. Η λ. δινωτός συνδέθηκε με μυκηναϊκούς τ. qeqinomeno, qeqinoto, που όμως δημιουργούν προβλήματα και φωνολογικά και σημασιολογικά (αναφέρονται στην κατεργασία του ελεφαντόδοντου) λόγω του αρχικού χειλοϋπερωικού συμφώνου (πρβλ. και βινέω)].
Greek Monotonic
δῑνωτός: -ή, -όν (όπως αν προερχόταν από δινόω), τορνευτός, στρογγυλός, σε Όμηρ.· νώροπι χαλκῷ δινωτήν (ενν. ἀσπίδα), καλυμμένη κυκλικά από χάλκινες πλάκες, σε Ομήρ. Ιλ.