συνασκέω: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>avec un rég. de chose</i> exercer <i>ou</i> pratiquer avec <i>ou</i> en même temps;<br /><b>2</b> <i>avec un rég. de pers.</i> exercer en même temps <i>ou</i> ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀσκέω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>avec un rég. de chose</i> exercer <i>ou</i> pratiquer avec <i>ou</i> en même temps;<br /><b>2</b> <i>avec un rég. de pers.</i> exercer en même temps <i>ou</i> ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀσκέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνασκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εξασκώ]], γυμνάζομαι από κοινού, [[βοηθώ]] στην [[εξάσκηση]], την [[εκπαίδευση]], σε Ισοκρ., Δημ.
}}
}}

Revision as of 20:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνασκέω Medium diacritics: συνασκέω Low diacritics: συνασκέω Capitals: ΣΥΝΑΣΚΕΩ
Transliteration A: synaskéō Transliteration B: synaskeō Transliteration C: synaskeo Beta Code: sunaske/w

English (LSJ)

   A help one to practise, σωφροσύνην καὶ δικαιοσύνην Isoc. 13.21; δεινότητ' ἢ εὐφωνίαν D.19.339.    2 train, educate, or discipline fully, D.L.4.67, 6.23; σ. τὴν αἴσθησιν D.H.Lys.11; ἡμᾶς εἰς τοὺς πολέμους Id.Rh.7.4; ἔν τινι S.E.M.1.190; ἑαυτὸν περὶ τοὺς λόγους Eun.VSp.487 B.; σ. [τὴν θυγατέρα] ὑπεροπτικὴν τοῦ πλέονος εἶναι D.L.2.72:—Pass., φάλαγξ συνησκημένη Plu.Cleom.20; τὴν ψυχὴν ἀγύμναστον ἐᾷς, . . ἢν ἐχρῆν πρώτην ἐπὶ τὰ τοιαῦτα συνησκῆσθαι καὶ μόνην Phalar.Ep.67.1; συνασκηθεὶς ἐν τῇ ἰατρικῇ Sor.Vit.Hippocr. 4; μειρακίου ἀστρολογεῖν συνασκουμένου D.L.3.29; -ησκημένη ἕξις, παρατήρησις, Phld.Rh.1.58,77 S.    3 work up together, πευκῆεν λίπας μα σὺν ἐλαίῳ Man.4.345.    4 συνησκημένος, = agitatus, Gloss.    5 co-operate, Aret.SD2.9.

German (Pape)

[Seite 1004] mit od. zugleich üben, Dem. 19, 339; φάλαγξ συνησκημένη, eingeübt, Plut. Cleom. 20.

Greek (Liddell-Scott)

συνασκέω: ἐξασκῶ, ἀσκῶ ὁμοῦ, τὴν τῶν πολιτικῶν ἐπιμέλειαν Ἰσοκρ. 295D· βοηθῶ εἰς ἄσκησιν, Δημ. 450. 6. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀσκῶ ἢ παιδεύω ὁμοῦ, γυμνάζω, Διογ. Λ. 4. 67, κτλ.· σ. τὴν αἴσθησιν Διον. Ἁλ. περὶ Λυσί. 11· τινα εἴς τι ὁ αὐτ. περὶ Ρητόρ. 7. 4· ἔν τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 190· ἐπί τι Φαλάρ. Ἐπιστ. 1· περί τι Εὐνάπ. σ. 78· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Διογ. Λ. 2. 72. ― Παθ., συνασκοῦμαι, συγγυμνάζομαι οὕτως ὥστε ἐνεργῶ ὁμοῦ, ἐπὶ στρατιωτῶν, Πλούτ. Κλεομ. 20. 3) ὁμοῦ κατεργάζομαι, «ἀνακατώνω», «δουλεύω» (ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἀνακατώνω συνεχῶς), λίπασμα σὺν ἐλαίῳ Μανέθων 4. 345.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 avec un rég. de chose exercer ou pratiquer avec ou en même temps;
2 avec un rég. de pers. exercer en même temps ou ensemble.
Étymologie: σύν, ἀσκέω.

Greek Monotonic

συνασκέω: μέλ. -ήσω, εξασκώ, γυμνάζομαι από κοινού, βοηθώ στην εξάσκηση, την εκπαίδευση, σε Ισοκρ., Δημ.