ἐνεργής: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(12) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνεργής]], -ές (Α)<br /><b>μσν.</b><br />[[οξύς]], [[ισχυρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δραστήριος]], [[αποτελεσματικός]] («προῆγον ὀρθίους ἐπὶ τοὺς πολεμίους, ἐνεργῆ ποιούμενοι τὴν ἐφοδον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[φάρμακο]]) [[δραστικός]]<br /><b>3.</b> [[εύφορος]], [[καρποφόρος]], [[αποδοτικός]]. | |mltxt=[[ἐνεργής]], -ές (Α)<br /><b>μσν.</b><br />[[οξύς]], [[ισχυρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δραστήριος]], [[αποτελεσματικός]] («προῆγον ὀρθίους ἐπὶ τοὺς πολεμίους, ἐνεργῆ ποιούμενοι τὴν ἐφοδον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[φάρμακο]]) [[δραστικός]]<br /><b>3.</b> [[εύφορος]], [[καρποφόρος]], [[αποδοτικός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνεργής:''' -ές, = [[ἐνεργός]], λέγεται για [[χώρα]], [[παραγωγικός]], [[καρποφόρος]], [[εύφορος]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:41, 30 December 2018
English (LSJ)
ές, later form of ἐνεργός,
A active, effective, μηχανὰς ἐνεργεῖς ποιοῦντες D.S. 17.44, etc.; of medicines, strong, POxy.1088.56 (i A.D.), Dsc.5.88, etc.: Comp. -έστερος more effective, πρός τινα Arist.Top.105a19: Sup. -έστατος, πρός τι D.S.1.88, cf. Dsc.1.19, A.D.Synt.291.9.
German (Pape)
[Seite 838] ές, wirkend, thatkräftig; ζῶον πρὸς τὴν συνουσίαν ἐνεργέστατον D. Sic. 1, 88; χώρα ἐνεργεστέρα, fruchtbarer, Plut. Sol. 31. Bei Pol. oft mit ἐνεργός verwechselt.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεργής: -ές, μεταγεν. τύπος τοῦ ἐνεργός, δραστήριος, ἀποτελεσματικός, ἐνεργῆ τὴν ἔφοδον ποιεῖσθαι Πολύβ. 11. 32, 8· μηχαναὶ Διόδ. 17. 44, κτλ. ― Συγκρ. ἐνεργέστερος, ἀποτελεσματικώτερος, πρός τι Ἀριστ. Τοπ. 1. 12. ― Ὑπερθ. -τατος Διόδ. 1. 88. ΙΙ. ἐπὶ χώρας, καρποφόρος, τὴν χώραν ἐνεργεστέραν... ἐποίησεν Πλουτ. Σόλ. 31.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
agissant, actif, efficace ; en parl. du sol productif;
Cp. ἐνεργέστερος.
Étymologie: ἐν, ἔργον.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [sg. ac. ἐνεργέα Ecphant.Pyth.Hell.82.13]
A I1productivo ref. agr. Πεισίστρατος ... τὴν τε χώραν ἐνεργεστέραν καὶ τὴν πόλιν ἠρεμαιοτέραν ἐποίησεν Thphr.Fr.99, γῆ POxy.3205.6 (III/IV d.C.)
•fig. ὅπως καὶ τὸ διὰ Ἡσαΐου εἰρημένον καρπὸν ἐνεργῆ ἔχῃ Iust.Phil.Dial.102.5.
2 eficaz, efectivo de cosas ἐνεργῆ δέ σοι τὰ βέλη πάντα ἔστω καὶ οἱ κριοὶ ... εἰς τοὺς προσήκοντας τόπους Ph.Mech.98.42, πάσας τὰς μηχανὰς ἐνεργεῖς ποιοῦντες D.S.17.44, cf. 1Ep.Cor.16.9, Plu.2.1010e, τοῦτο τὸ μύρον δὸς ἐνεργὲς γενέσθαι ἐπὶ τῷ βαπτιζομένῳ Const.App.7.44.2, frec. en medic. de fármacos, Anon.Med. en POxy.1088.56, Gal.13.1046, Dsc.5.88.4, Aët.1.193, Orib.13.ψ, Hippiatr.Cant.3.7, δύναμιν ... ἔχει ἐνεργεστάτην ὁ ὀπός Dsc.1.19.4, cf. Thessal.163.5
•de abstr. ὁ δὲ συλλογισμὸς ... πρὸς τοὺς ἀντιλογικοὺς ἐνεργέστερον (ἐστι) Arist.Top.105a19, κατασκευή Charito 1.4.1, οἱ κύνες τὴν αἴσθησιν τῆς ὀσφρήσεως ἐνεργεστέραν ἔχουσιν Sch.Er.Il.1.50c, cf. Ep.Philem.6, Artem.4.proem., Plot.4.4.8, Iust.Phil.Dial.96.2
•en magia ὁρκίζω σε ... ποιῆσαι αὐτὸν (τὸν κατάδεσμον) ἐνεργῆ Suppl.Mag.54.32, cf. PMag.4.2976, 12.202.
3 activo, con capacidad de actuar de pers. ὁ πατὴρ ... πότε οὐκ ἦν ἐ. Gr.Nyss.Ar.et Sab.75.11, de los dioses o sus imágenes, Clem.Al.Prot.4.50, τῇ ἐνεργεστάτῃ θεῷ Ἀρτέμιδι SEG 51.1579.21 (Éfeso III d.C.)
•de abstr. βίος Ecphant.l.c., Iust.Phil.Dial.88.8, ἡ ... ἐκ τοῦ ὁρᾶν διάθεσις ἐνεργεστάτη ἐστίν A.D.Synt.291.9, ἡ πίστις Ath.Al.V.Anton.78.2.
4 astrol. activo, que ejerce un influjo οἱ χρόνοι οὗτοι Vett.Val.223.21, cf. 324.1, Heph.Astr.3.5.71.
II c. valor de intensidad
1 enérgico, intenso, encarnizado ἡ ναυμαχία Plb.16.14.5, cf. 11.23.2, D.S.17.22
•de anim. que rebosa energía, fogoso τὸ ... ζῷον τοῦτο (ὁ τράγος) ... πρὸς τὰς συνουσίας ... ἐνεργέστατον D.S.1.88, ἵπποι Sch.Lyc.523.
2 ret. vívido, lleno de energía Demetr.Eloc.266
•intenso ἐνεργέστερα ... τὰ σίνη καὶ τὰ πάθη γενήσεται Vett.Val.106.5, cf. Doroth.361.12.
B adv. -ῶς, v. ἐνεργός B.
English (Strong)
from ἐν and ἔργον; active, operative: effectual, powerful.
English (Thayer)
ἐνεργες (equivalent to ἐνεργός, equivalent to ὁ ὤν ἐν τῷ ἔργῳ (English at work)), active: θύρα ἐνεργής is spoken of, 'an opportunity for the working of the gospel'; ἐνεργής γίνομαι ἐν τίνι, in something, Aristotle), Polybius, Diodorus, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
ἐνεργής, -ές (Α)
μσν.
οξύς, ισχυρός
αρχ.
1. δραστήριος, αποτελεσματικός («προῆγον ὀρθίους ἐπὶ τοὺς πολεμίους, ἐνεργῆ ποιούμενοι τὴν ἐφοδον», Πολ.)
2. (για φάρμακο) δραστικός
3. εύφορος, καρποφόρος, αποδοτικός.
Greek Monotonic
ἐνεργής: -ές, = ἐνεργός, λέγεται για χώρα, παραγωγικός, καρποφόρος, εύφορος, σε Πλούτ.