εὖρος: Difference between revisions
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (ΑΜ [[εὖρος]])<br />ο [[νοτιοανατολικός]] [[άνεμος]], ο [[σιρόκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εὗσ</i>-<i>ρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εὕω</i> «[[αποξηραίνω]]»). Η [[ψίλωση]] της λ. [[εύρος]] πιθ. αναλογικώς [[προς]] τη λ. [[αύρα]]].———————— <b>(II)</b><br />το (ΑΜ [[εὖρος]], -ους)<br />η [[απόσταση]] [[μεταξύ]] τών πλευρών ενός σώματος ή σχήματος, το [[πλάτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθ.</b> η [[απόσταση]] δύο ορίων [[μεταξύ]] τών οποίων περιέχονται οι τιμές μιας μεταβλητής ποσότητας<br /><b>2.</b> <b>αστρον.</b> το [[συμπλήρωμα]] του αζιμουθίου ενός αστέρα [[κατά]] την [[ανατολή]] ή τη [[δύση]] του<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) (στη [[γεωμετρία]]) «[[εύρος]] τόξου» — η [[απόσταση]] [[μεταξύ]] τών δύο [[άκρων]] του τόξου<br />β) <b>αστρον.</b> «[[εύρος]] αστέρος» — το [[συμπλήρωμα]] του αζιμουθίου»<br /><b>αρχ.</b><br />«[[εὖρος]]» και «ἐν εὔρει» και «εἰς [[εὖρος]]» — [[κατά]] [[πλάτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ευρύς]]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο (ΑΜ [[εὖρος]])<br />ο [[νοτιοανατολικός]] [[άνεμος]], ο [[σιρόκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εὗσ</i>-<i>ρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εὕω</i> «[[αποξηραίνω]]»). Η [[ψίλωση]] της λ. [[εύρος]] πιθ. αναλογικώς [[προς]] τη λ. [[αύρα]]].———————— <b>(II)</b><br />το (ΑΜ [[εὖρος]], -ους)<br />η [[απόσταση]] [[μεταξύ]] τών πλευρών ενός σώματος ή σχήματος, το [[πλάτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθ.</b> η [[απόσταση]] δύο ορίων [[μεταξύ]] τών οποίων περιέχονται οι τιμές μιας μεταβλητής ποσότητας<br /><b>2.</b> <b>αστρον.</b> το [[συμπλήρωμα]] του αζιμουθίου ενός αστέρα [[κατά]] την [[ανατολή]] ή τη [[δύση]] του<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) (στη [[γεωμετρία]]) «[[εύρος]] τόξου» — η [[απόσταση]] [[μεταξύ]] τών δύο [[άκρων]] του τόξου<br />β) <b>αστρον.</b> «[[εύρος]] αστέρος» — το [[συμπλήρωμα]] του αζιμουθίου»<br /><b>αρχ.</b><br />«[[εὖρος]]» και «ἐν εὔρει» και «εἰς [[εὖρος]]» — [[κατά]] [[πλάτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ευρύς]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὖρος:''' τό, [[πλάτος]], [[φάρδος]], απόλ., [[εὖρος]], κατά [[πλάτος]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως και, τὸ [[εὖρος]], σε Ξεν.· εἰς [[εὖρος]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 30 December 2018
English (LSJ)
εος, τό,
A breadth, width, mostly abs., εὖρος in breadth, opp. μῆκος or ὕψος, Od.11.312, Hdt.1.93,178, al.; ποταμὸς εὖρος πλέθρου X.An.1.4.4 (τὰ εὖρος πλέθρου ib.1.4.9); εἰς εὖρος E.Cyc.390; ἐν εὔρει A.Th.763 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1094] τό, die Breite, Od. 11, 311; Aesch. Spt. 263; in Prosa, gew. bei Maaßbestimmungen absolut, τάφρος τὸ μὲν εὖρος ὀργυιαὶ πέντε Xen. An. 1, 7, 14; τεῖχος τὸ εὖρος πεντήκοντα ποδῶν 3, 4, 11; ποταμὸς ὢν τὸ εὖρος πλέθρου 1, 4, 9; ὁ τοῖχος ἦν ἐπὶ ὀκτὼ πλίνθων τὸ εὖρος 7, 8, 14; oft auch ohne Artikel, ποταμὸς εὖρος πλέθρου 1, 4, 4; εἰς εὖρος τριῶν πήχεων Eur. Cycl. 389. ὁ (wahrscheinlich von ἠώς, ἕως, Morgenwind, im Ggstze zum ζέφυρος, von ζόφος, nach Andern von αὔρα, vgl. Butim. Lexil. Ip. 120), der Ost-, oder genauer Südostwind, lat. Eurus, Volturnus, Il. 2, 145 u. Folgde. Nach Arist. mund. 4 εὖροι οἱ ἀπὸ ἀνατολῆς συνεχεῖς πνέοντες ἄνεμοι, u. nachher genauer ἀπὸ τοῦ περὶ τὰς χειμερινὰς ἀνατολὰς τόπου; daher Meteorl. 2, 6 γειτνιῶν τῷ νότῳ. Vgl noch ἀπηλιώτης u. καικίας.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
largeur.
Étymologie: cf. εὐρύς.
English (Autenrieth)
εος (εὐρύς): breadth, width, Od. 11.312†.
Greek Monolingual
(I)
ο (ΑΜ εὖρος)
ο νοτιοανατολικός άνεμος, ο σιρόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εὗσ-ρος (< εὕω «αποξηραίνω»). Η ψίλωση της λ. εύρος πιθ. αναλογικώς προς τη λ. αύρα].———————— (II)
το (ΑΜ εὖρος, -ους)
η απόσταση μεταξύ τών πλευρών ενός σώματος ή σχήματος, το πλάτος
νεοελλ.
1. μαθ. η απόσταση δύο ορίων μεταξύ τών οποίων περιέχονται οι τιμές μιας μεταβλητής ποσότητας
2. αστρον. το συμπλήρωμα του αζιμουθίου ενός αστέρα κατά την ανατολή ή τη δύση του
3. φρ. α) (στη γεωμετρία) «εύρος τόξου» — η απόσταση μεταξύ τών δύο άκρων του τόξου
β) αστρον. «εύρος αστέρος» — το συμπλήρωμα του αζιμουθίου»
αρχ.
«εὖρος» και «ἐν εὔρει» και «εἰς εὖρος» — κατά πλάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ευρύς].
Greek Monotonic
εὖρος: τό, πλάτος, φάρδος, απόλ., εὖρος, κατά πλάτος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως και, τὸ εὖρος, σε Ξεν.· εἰς εὖρος, σε Ευρ.