θηλή: Difference between revisions
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
(17) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[θηλή]])<br /><b>φρ.</b> «[[θηλή]] του μαστού» — υποστρόγγυλη [[προεξοχή]] του μαστού, η [[ρώγα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[έπαρμα]] της επιφάνειας οργάνου του σώματος («θηλές της γλώσσας»)<br /><b>2.</b> [[προεκβολή]] τών επιδερμικών κυττάρων η οποία θεωρείται [[συχνά]] ως [[είδος]] τριχώματος<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[κοντό]] άνθρωπο) το [[μέρος]] που προεξέχει, το [[κεφάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>dh</i><i>ē</i> «[[εκμυζώ]], [[θηλάζω]]», [[καθώς]] και τα [[θῆλυς]], [[θῆσθαι]] «[[θηλάζω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>l</i><i>ā</i>, όπως δείχνουν το μετονοματικό λατ. ρ. <i>f</i><i>ē</i><i>l</i><i>ā</i><i>re</i> «[[εκμυζώ]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>f</i><i>ē</i><i>la</i> «[[θηλή]]») [[αλλά]] και το ουσ. <i>filius</i> «[[γιος]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>f</i><i>ē</i><i>lius</i>), το λεττον. <i>dels</i> «[[γιος]]», το λιθ. <i>delĩ</i> «[[βδέλλα]]», το αρχ. άνω γερμ. <i>tila</i> «γυναικείο [[στήθος]]» κ.ά. Ως β' συνθετικό απαντά με τις μορφές -<i>θηλής</i> και -<i>θηλος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θηλάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θηλώ]], [[θηλονή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θηλαίος]], <i>θηλίτις</i>, [[θηλώδης]], [[θήλωμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[θηλαλγία]], <i>θηληπρωκτόφυλλον</i>, <i>θηλυπώγων</i>, [[θηλοειδής]], [[θηλορραγία]]<br />(Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αγλαοθηλής</i>, [[αθηλής]], [[άθηλος]], <i>ελαιόθηλος</i>, [[εριθηλής]], [[εύθηλος]], [[λιπόθηλος]], [[νεοθηλής]], [[νεόθηλος]], [[ομόθηλος]]]. | |mltxt=η (ΑΜ [[θηλή]])<br /><b>φρ.</b> «[[θηλή]] του μαστού» — υποστρόγγυλη [[προεξοχή]] του μαστού, η [[ρώγα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[έπαρμα]] της επιφάνειας οργάνου του σώματος («θηλές της γλώσσας»)<br /><b>2.</b> [[προεκβολή]] τών επιδερμικών κυττάρων η οποία θεωρείται [[συχνά]] ως [[είδος]] τριχώματος<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[κοντό]] άνθρωπο) το [[μέρος]] που προεξέχει, το [[κεφάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>dh</i><i>ē</i> «[[εκμυζώ]], [[θηλάζω]]», [[καθώς]] και τα [[θῆλυς]], [[θῆσθαι]] «[[θηλάζω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>l</i><i>ā</i>, όπως δείχνουν το μετονοματικό λατ. ρ. <i>f</i><i>ē</i><i>l</i><i>ā</i><i>re</i> «[[εκμυζώ]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>f</i><i>ē</i><i>la</i> «[[θηλή]]») [[αλλά]] και το ουσ. <i>filius</i> «[[γιος]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>f</i><i>ē</i><i>lius</i>), το λεττον. <i>dels</i> «[[γιος]]», το λιθ. <i>delĩ</i> «[[βδέλλα]]», το αρχ. άνω γερμ. <i>tila</i> «γυναικείο [[στήθος]]» κ.ά. Ως β' συνθετικό απαντά με τις μορφές -<i>θηλής</i> και -<i>θηλος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θηλάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θηλώ]], [[θηλονή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θηλαίος]], <i>θηλίτις</i>, [[θηλώδης]], [[θήλωμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[θηλαλγία]], <i>θηληπρωκτόφυλλον</i>, <i>θηλυπώγων</i>, [[θηλοειδής]], [[θηλορραγία]]<br />(Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αγλαοθηλής</i>, [[αθηλής]], [[άθηλος]], <i>ελαιόθηλος</i>, [[εριθηλής]], [[εύθηλος]], [[λιπόθηλος]], [[νεοθηλής]], [[νεόθηλος]], [[ομόθηλος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θηλή:''' ἡ (*θάω), το [[τμήμα]] του στήθους που προσφέρεται για θηλασμό, [[θηλή]], [[ρώγα]], σε Ευρ., Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ, (θῆσαι)
A teat, nipple, E.Cyc.56 (lyr.), Hp.Epid.5.101, Pl. Cra.414a; τῶν μαστῶν ἡ θ., δι' ἧς . . τὸ γάλα διηθεῖται Arist.HA493a13; of animals, ib.500a24; θ. πεφιλοτεχνημέναι dumb teats, Sor.1.115. II head of a pole, κοντοὶ σὺν θηλαῖς σιδηραῖς PLond.3.1164h9 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1207] (θάω), ἡ, Mutterbrust; Eur. Cycl. 56; Plat. Crat. 414 a u. A.; θηλὴν ἐπέχειν τινί Agathocl. bei Ath. IX, 376 a; eigtl. die Warze, dah. θηλαὶ μαστῶν Arist. H. A. 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
θηλή: ἡ, (θάω) τὸ μέρος τοῦ μαστοῦ ὅθεν ἐξέρχεται τὸ γάλα, ἡ «ῥῶγα», Λατ. papilla, Εὐρ. Κύκλ. 56, Πλάτ. Κρατ. 414Α· τῶν μαστῶν ἡ θ., δι’ ἧς... τὸ γάλα διηθεῖται Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 12, 2, πρβλ. 2. 1, 38· ἐπὶ ζῴων, αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
bout du sein, sein, mamelle.
Étymologie: R. Θα > Θαλ, sucer ; cf. lat. fellare ; v. θῆλυς.
Greek Monolingual
η (ΑΜ θηλή)
φρ. «θηλή του μαστού» — υποστρόγγυλη προεξοχή του μαστού, η ρώγα
νεοελλ.
1. μικρό έπαρμα της επιφάνειας οργάνου του σώματος («θηλές της γλώσσας»)
2. προεκβολή τών επιδερμικών κυττάρων η οποία θεωρείται συχνά ως είδος τριχώματος
αρχ.
(για κοντό άνθρωπο) το μέρος που προεξέχει, το κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα dhē «εκμυζώ, θηλάζω», καθώς και τα θῆλυς, θῆσθαι «θηλάζω» + επίθημα -lā, όπως δείχνουν το μετονοματικό λατ. ρ. fēlāre «εκμυζώ» (< fēla «θηλή») αλλά και το ουσ. filius «γιος» (< fēlius), το λεττον. dels «γιος», το λιθ. delĩ «βδέλλα», το αρχ. άνω γερμ. tila «γυναικείο στήθος» κ.ά. Ως β' συνθετικό απαντά με τις μορφές -θηλής και -θηλος.
ΠΑΡ. θηλάζω
αρχ.
θηλώ, θηλονή
νεοελλ.
θηλαίος, θηλίτις, θηλώδης, θήλωμα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. θηλαλγία, θηληπρωκτόφυλλον, θηλυπώγων, θηλοειδής, θηλορραγία
(Β' συνθετικό) αρχ. αγλαοθηλής, αθηλής, άθηλος, ελαιόθηλος, εριθηλής, εύθηλος, λιπόθηλος, νεοθηλής, νεόθηλος, ομόθηλος].
Greek Monotonic
θηλή: ἡ (*θάω), το τμήμα του στήθους που προσφέρεται για θηλασμό, θηλή, ρώγα, σε Ευρ., Πλάτ.