ἴον: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(SL_1) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ῐον</b> <br /> <b>1</b> [[violet]] [[ἴων]] ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν [[σῶμα]] (sc. Ἴαμος) (O. 6.55) [[τότε]] βάλλεται, τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ [[ἴων]] φόβαι, ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται fr. 75. 17. | |sltr=<b>ῐον</b> <br /> <b>1</b> [[violet]] [[ἴων]] ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν [[σῶμα]] (sc. Ἴαμος) (O. 6.55) [[τότε]] βάλλεται, τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ [[ἴων]] φόβαι, ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται fr. 75. 17. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἴον:''' [ῐ], τό, [[μενεξές]], σε Θεόκρ.· [[άπαξ]] στον Όμηρ., <i>λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον</i>, πιθ. [[σημασία]] της φράσης, τα λιβάδια ήταν κατάμεστα από μενεξέδες και [[σέλινο]]· [[αλλά]] αν είναι εδώ ο [[ίδιος]] ο [[μενεξές]] ή κάποια άλλα σκουρόχρωμα [[μπλε]] λουλούδια είναι αμφίβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], τό, heterocl. dat. pl. ἰάσῐ [ῑᾰ] Nic.Fr.74.2:—
A violet, Viola odorata, στέφανοι ἴων Sapph.Supp.23.12, cf. Pi.O.6.55, etc.; καὶ τὸ ἴον μέλαν ἐντί Theoc.10.28, cf. AP4.21 (Mel.); κυαναυγές ib.5.73 (Rufin.); ἴ. τὸ μέλαν Thphr.HP1.13.2, CP1.13.12; ἴον alone, Dsc. 4.121:—in Od.5.72, λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον, there were vv.ll. σίου (Ptol. Euerg.) and θρύου. II ἴον τὸ λευκόν( = λευκόϊον, q.v.) gilliflower, Matthiola incana, Thphr.HP6.6.3; also ἴον alone, ib.6.8.1. III = κρίνον, Philin. ap. Ath.15.681b. IV generally, any flower, EM473.10. V a precious stone of dark colour, Plin.HN37.170. (ϝίον, cf. γία· ἄνθη, Hsch., Lat. viola.)
German (Pape)
[Seite 1256] τό, das Veilchen; Od. 5, 72; Pind. Ol. 6, 55; Plat. Conv. 212 e; Ath. XIV, 629 c u. öfter; κυαναυγές Rufin. 15 (V, 74); man unterschied μέλαν, das gewöhnliche, schwarzblaue, λευκόν, die Levkoie, s. λευκόϊον, u. κρόκεον, gelber Lack, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἴον: ῐ, τό, ἑτερόκλ. δοτ. πληθ. ἴᾰσῐ ῑ, Νικ. Ἀποσπ. 2. 2: ― μενεξές, viola odorata, ἰδιαιτέρως διακρινόμενον εἰς ἴον μέλαν Θοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 13, 2, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 1, 21, Διοσκ. 4. 122˙ καὶ τὸ ἴον μέλαν ἐντὶ Θεόκρ. 10. 28, πρβλ. Ἀνθ. Π. 4. 1, 21˙ κυαναυγὲς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 74˙ ― περὶ τῆς Ὁμηρ. σημασίας ἴδε κατωτ. IV. ΙΙ. ἴον τὸ λευκὸν ἢ λευκόϊον, φαίνεται ὅτι περιελάμβανε ποικιλίας τινας οἷον τὰ τεχνικῶς καλούμενα: Cheiranthus καὶ Mathiolaπεριγράφεται δὲ ὡς ἔχον διάφορα χρώματα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 3˙ κίτρινον (χλωρόν), π. Φυτ. Αἰτ. 6. 14, 11˙ φλόγιον π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 1˙μήλινον ἢ κυανοῦν ἢ πορφυροῦν Διοσκ. 3. 138˙ οὕτως ὁ Πλίν. ἀναφέρει violae pur pureae, luteae, albae H. N. 21. 14˙ ― τὰ κοινότατα ἐν Ἑλλάδι εἴδη φαίνεται ὅτι εἶναι τὸ λευκόϊον θαλάσσιον (Matthiola tricusp data), τὸ πορφύρεον (M. incana), καὶ τὸ μήλινον (Cheiranthus Cheiri). ΙΙΙ. τὸ λευκόϊον ὡσαύτως ἀναφέρεται ὡς βολβῶδες φυτόν, ἴσως τὸ leucoium pestivum, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 13, 9˙ ἢ εἶδος «ζουμπουλίου», τὸ πρῶτον ἄνθος ὅπερ ἀνθεῖ μετὰ τὸν χειμῶνα, Πλίν. 21. 38. IV. τὸ ὄνομα ἀπαντᾷ ἅπαξ παρ’ Ὁμ., λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον Ὀδ. Ε. 72. ― Ἐνταῦθα δύσκολον εἶναι νὰ ὑποτεθῇ ὅτι σημαίνει τὸ ἴον, ἐπειδὴ ἀναφέρεται ὡς αὐξανόμενον μετὰ τοῦ σελίνου εἰς ἑλώδεις λειμῶνας˙ ὅθεν ὁ Πτολεμαῖος ὁ Εὐεργέτης προὔτεινε τὴν γραφὴν σίου, = δαυκίου (σία γὰρ μετὰ σελίνου φύεσθαι, ἀλλὰ μὴ ἴα Ἀθήν. 61C)˙ διὰ τὸν αὐτὸν λόγον δὲν δύναται νὰ εἶναι τὸ ἄνθος Cheieranthus ἢ τὸ Matthiola. Οὔτε δύναται νὰ εἶναι λευκόν τι ἄνθος, διότι τὸ ἰοειδὴς κεῖται παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καὶ τὸ ἰόεις, ἰοδνεφὴς ἐπὶ πραγμάτων μελανοχρόων. Ὁ Ruskin λέγει ὅτι τὸ ἴον παρ’ Ὁμ. δυνατὸν νὰ εἶναι ἡ κυανὴ ἢ ἐρυθρὰ ἶρις˙ καὶ τοῦτο κάλλιστα συμφωνεῖ πρὸς τὸ παρὰ Πινδ. Ο. 6. 91, ἔνθα ἀναφέρονται ἴα καὶ αὐτῶν αἱ ξανθαὶ καὶ παμπόρφυραι ἀκτῖνες. (Οἱ σύνθετοι τύποι ἰοειδὴς καὶ ἰοδνεφής, πιθαν. δὲ καὶ τὸ ἴον, ἀπαιτοῦσι τὸ δίγαμμα παρ’ Ὁμήρ., καθὼς καὶ τὸ ἴον ἐν Θεοκρ. 10. 28, καὶ ὁ Ἡσύχ. ἔχει γία (δηλ. ϝία) ἄνθη, ὥστε δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχῃ ἀμφιβολία περὶ τῆς σχέσεως τῆς λέξ. Fίον πρὸς τὸ Λατιν. vio-la).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
violette, plante.
Étymologie: p. *Ϝίον, cf. lat. viola.
English (Autenrieth)
(ϝίον): collectively, violets, Od. 5.72†.
English (Slater)
ῐον
1 violet ἴων ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν σῶμα (sc. Ἴαμος) (O. 6.55) τότε βάλλεται, τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαι, ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται fr. 75. 17.
Greek Monotonic
ἴον: [ῐ], τό, μενεξές, σε Θεόκρ.· άπαξ στον Όμηρ., λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον, πιθ. σημασία της φράσης, τα λιβάδια ήταν κατάμεστα από μενεξέδες και σέλινο· αλλά αν είναι εδώ ο ίδιος ο μενεξές ή κάποια άλλα σκουρόχρωμα μπλε λουλούδια είναι αμφίβ.