κακοποιός: Difference between revisions
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
(18) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ά, -ό (AM [[κακοποιός]], -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που κάνει το [[κακό]], που εκτελεί κακές πράξεις, [[βλαβερός]] (α. «κακοποιό [[στοιχείο]]» β. «κακοποιὸν [[ὄνειδος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[κακοποιός]]<br />[[κακούργος]], [[εγκληματίας]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανήθικος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακοποιόν</i><br />[[επιβουλία]], [[πονηρία]], [[κακία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) [[βλαπτικός]], [[επιβλαβής]] («κακοποιὸς [[χυλός]]», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[πονηρός]], [[επίβουλος]]<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> αυτός που προμηνύει [[κάτι]] [[κακό]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κακοποιὸν σκεῡος» — [[πονηρός]] και [[κακός]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μικρο</i>-[[ποιός]], <i>νωθρο</i>-[[ποιός]]. | |mltxt=-ά, -ό (AM [[κακοποιός]], -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που κάνει το [[κακό]], που εκτελεί κακές πράξεις, [[βλαβερός]] (α. «κακοποιό [[στοιχείο]]» β. «κακοποιὸν [[ὄνειδος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[κακοποιός]]<br />[[κακούργος]], [[εγκληματίας]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανήθικος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακοποιόν</i><br />[[επιβουλία]], [[πονηρία]], [[κακία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) [[βλαπτικός]], [[επιβλαβής]] («κακοποιὸς [[χυλός]]», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[πονηρός]], [[επίβουλος]]<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> αυτός που προμηνύει [[κάτι]] [[κακό]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κακοποιὸν σκεῡος» — [[πονηρός]] και [[κακός]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μικρο</i>-[[ποιός]], <i>νωθρο</i>-[[ποιός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰκοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), [[βλαπτικός]], [[επιβλαβής]], σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 30 December 2018
English (LSJ)
όν,
A doing ill, mischievous, ὄνειδος Pi.N. 8.33; σκεῦος, of a man, Plb.15.25.1; κακοποιοί evil-doers, Arist.EN 1125a18; esp. of poisoners and sorcerers, 1 Ep.Pet.4.15; of things, noxious, Χυλός Thphr.CP2.6.4, etc.; φάρμακα PSI1.64.21 (i B.C.); τὸ κ. [τῆς ὕλης] Arist.Ph.192a15: Astrol., maleficent, Ptol.Tetr.19, Artem.4.59, etc.
German (Pape)
[Seite 1302] schlecht machend, verderbend, schädlich; ὄνειδος Pind. N. 8, 33; Arist. Eth. 4, 3; γυνή Pol. 15, 25, 1; a. Sp., wie S. Emp.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
malfaisant ; malfaiteur.
Étymologie: κακός, ποιέω.
English (Slater)
κᾰκοποιός
1 maleficent, mischievous πάρφασις, αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος, δολοφραδής, κακοποιὸν ὄνειδος (N. 8.33)
Spanish
maléfico, rito maléfico , práctica maléfica
English (Strong)
from κακός and ποιέω; a bad-doer; (specially), a criminal: evil-doer, malefactor.
English (Thayer)
κακοποιον (κακόν and ποιέω), doing evil; a substantive, an evil-doer, malefactor: L marginal reading T Tr WH κακόν ποιῶν); T Tr marginal reading WH omit the clause); Pindar, Aristotle, Polybius, Plutarch.)
Greek Monolingual
-ά, -ό (AM κακοποιός, -όν)
1. αυτός που κάνει το κακό, που εκτελεί κακές πράξεις, βλαβερός (α. «κακοποιό στοιχείο» β. «κακοποιὸν ὄνειδος», Πίνδ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο κακοποιός
κακούργος, εγκληματίας
μσν.
1. ανήθικος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακοποιόν
επιβουλία, πονηρία, κακία
αρχ.
1. (για πράγματα) βλαπτικός, επιβλαβής («κακοποιὸς χυλός», Θεόφρ.)
2. πονηρός, επίβουλος
3. αστρολ. αυτός που προμηνύει κάτι κακό
4. φρ. «κακοποιὸν σκεῡος» — πονηρός και κακός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. μικρο-ποιός, νωθρο-ποιός.