καταφερής: Difference between revisions
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(19) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταφερής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κλίνει [[προς]] τα [[κάτω]], που γέρνει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ορμητικός]]<br /><b>3.</b> (για [[έδαφος]]) [[κατηφορικός]], [[επικλινής]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει [[κλίση]] ή [[ροπή]] σε [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[λάγνος]], [[ασελγής]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «καταφερὴς ἐπί τι» ή «καταφερὴς [[πρός]] τι» — αυτός που κλίνει [[προς]] κάποιον [[τόπο]]<br />β) «καταφερὴς [[φυγή]]» — η [[φυγή]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[προς]] τον κατήφορο<br />γ) «καταφερὴς [[κοιλία]]» — η [[διάρροια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-<i>φερής</i>, <i>περι</i>-<i>φερής</i>]. | |mltxt=[[καταφερής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κλίνει [[προς]] τα [[κάτω]], που γέρνει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ορμητικός]]<br /><b>3.</b> (για [[έδαφος]]) [[κατηφορικός]], [[επικλινής]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει [[κλίση]] ή [[ροπή]] σε [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[λάγνος]], [[ασελγής]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «καταφερὴς ἐπί τι» ή «καταφερὴς [[πρός]] τι» — αυτός που κλίνει [[προς]] κάποιον [[τόπο]]<br />β) «καταφερὴς [[φυγή]]» — η [[φυγή]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[προς]] τον κατήφορο<br />γ) «καταφερὴς [[κοιλία]]» — η [[διάρροια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-<i>φερής</i>, <i>περι</i>-<i>φερής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταφερής:''' -ές (φέρομαι),<br /><b class="num">I.</b> [[κατηφορικός]], [[εὖτε]] ἂν κ. γίνηται ὁ [[ἥλιος]], όταν ο [[ήλιος]] κοντεύει στη [[δύση]] του, σε Ηρόδ.· λέγεται για το [[έδαφος]], κλίνοντας κατωφερικά, Λατ. [[declivis]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με [[ροπή]] προς, Λατ. [[proclivis]], [[pronus]], πρὸς [[οἶνον]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A going down, εὖτ' ἂν κ. γίνηται ὁ ἥλιος when the sun is near setting, Hdt.2.63; of ground, sloping, X. Cyn.10.9, PLille 1v1 (iii B.C.); κ. ἐπί τι inclined towards... Hp.Art. 57; πρός τι, opp. εὐθεῖα, ib.75; κ. φυγή downhill, Plb.2.68.7; κ. κοιλία, of diarrhoea, Dieuch. ap. Orib.4.7.21: metaph., headlong, rapid, ῥύσις τῆς λέξεως D.H.Dem.40. II inclined, prone, esp. to sen- sual pleasures, εἰς λίθων βολάς prob. in Phld.Ir.p.31 W.; πρὸς οἶνον, πρὸς τἀφροδίσια, Plu.Alex.23, Ath.13.589d: abs., lecherous, D.L.4.40, Sor.1.38 (Comp.), Phot. s.v. μύραινα: freq. written κατωφερής (q. v.).
Greek (Liddell-Scott)
καταφερής: -ές, φερόμενος πρὸς τὰ κάτω, εὖτε ἂν κ. γίνηται ὁ ἥλιος, ὅταν ἐγγίζῃ εἰς τὴν δύσιν, Ἡρόδ. 2. 63· ἐπὶ ἐδάφους, πρανής, κατωφερής, ἐπικλινής, «τὰ καταφερῆ, τὰ ἀποκλίματα τῶν ὀρῶν, ἡ κλιτὺς» Ἡσύχ., Λατ. declivis· χωρίον κ. Ξεν. Κυνηγ. 10. 9· κ. ἐπί τι, κεκλιμένος πρός τινα τόπον, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 823· πρός τι, ἀντίθ. τῷ εὐθεῖα, αὐτόθι 836· κ. φυγὴ καὶ κρημνώδης, πρὸς τὰ κάτω, «τὸν κατήφορον», Πολύβ. 2. 68, 7· κατάβασις κ. ὁ 3. 54, αὐτ. 5· κ. κοιλία, ἐπὶ διαρροίας, Ὀρειβ. σ. 43 Matth.· μεταφ., ὁρμητικός, κατὰ κεφαλῆς φερόμενος, ἐπιτρόχαλος καὶ κ. ἡ ῥύσις τῆς λέξεως Διον. Ἁλ. π. Δημ. 40. ΙΙ. κεκλιμένος, ἐπιρρεπής, ἔχων κλίσιν ἢ ῥοπήν, ὡς τὸ Λατ. proclivis, pronus, ἰδίως πρὸς σαρκικὰς ἡδονάς, ἀπολαύσεις, πρὸς οἶνον, πρὸς τἀφροδίσια Πλουτ. Ἀλέξ. 23, Ἀθήν. 589D· εἰς ἀφρ-, Γεωπ. 12. 23, 3· ἀπόλ., ἀσελγής, λάγνος, φειλομειράκιός τε ἦν καὶ κ. Διογ. Λ. 4. 40· ἀκρατεῖς καὶ κ. Ἀθήν. 281F, πρβλ. κατάφορος κατωφερής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui va en pente, qui descend : ἥλιος HDT soleil sur son déclin;
2 fig. enclin à, porté à, avec πρός et l’acc..
Étymologie: καταφέρω.
Greek Monolingual
καταφερής, -ές (Α)
1. αυτός που κλίνει προς τα κάτω, που γέρνει
2. μτφ. ορμητικός
3. (για έδαφος) κατηφορικός, επικλινής
4. αυτός που έχει κλίση ή ροπή σε κάτι
5. λάγνος, ασελγής
6. φρ. α) «καταφερὴς ἐπί τι» ή «καταφερὴς πρός τι» — αυτός που κλίνει προς κάποιον τόπο
β) «καταφερὴς φυγή» — η φυγή προς τα κάτω, προς τον κατήφορο
γ) «καταφερὴς κοιλία» — η διάρροια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -φερής (< φέρω), πρβλ. επι-φερής, περι-φερής].
Greek Monotonic
καταφερής: -ές (φέρομαι),
I. κατηφορικός, εὖτε ἂν κ. γίνηται ὁ ἥλιος, όταν ο ήλιος κοντεύει στη δύση του, σε Ηρόδ.· λέγεται για το έδαφος, κλίνοντας κατωφερικά, Λατ. declivis, σε Ξεν.
II. με ροπή προς, Λατ. proclivis, pronus, πρὸς οἶνον, σε Πλούτ.