ματάω: Difference between revisions

From LSJ
(Autenrieth)
(5)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[μάτην]]), aor. ἐμάτησεν, subj. du. ματήσετον: do in [[vain]], [[fail]], Il. 16.474; [[then]] be [[idle]], [[delay]], [[linger]].
|auten=([[μάτην]]), aor. ἐμάτησεν, subj. du. ματήσετον: do in [[vain]], [[fail]], Il. 16.474; [[then]] be [[idle]], [[delay]], [[linger]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μᾰτάω:''' ([[μάτη]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμάτησα</i>, Επικ. <i>μάτησα</i>· είμαι [[οκνηρός]], [[χασομερώ]], [[χρονοτριβώ]], [[χαζεύω]], σε Ομήρ. Ιλ.· οὐ ματᾷ [[τοὖργον]], το [[έργο]] δεν πρέπει να καθυστερεί, σε Αισχύλ.· <i>ματᾶν ὁδῷ</i>, [[χαζεύω]] στο δρόμο, στον ίδ.· [[φροίμιον]] ματᾷ, είναι μάταιο, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 00:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰτάω Medium diacritics: ματάω Low diacritics: ματάω Capitals: ΜΑΤΑΩ
Transliteration A: matáō Transliteration B: mataō Transliteration C: matao Beta Code: mata/w

English (LSJ)

(μάτην):—poet. Verb,

   A to be idle, dally, ἀπέκοψε παρήορον οὐδὲ μάτησε Il.16.474, cf. 23.510; μὴ τὼ μὲν (sc. ἵππω) δείσαντε ματήσετον 5.233; οὐ ματᾷ τοὔργον the work lags not, goes on apace, A.Pr.57; ματᾶν ὁδῷ to loiter by the way, Id.Th.37; ἰδώμεθ', εἴ τι τοῦδε φροιμίου ματᾷ is in vain, is fruitless, Id.Eu.142; of persons, fail of a thing, τινος Opp.H.3.102.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰτάω: μέλλ. -ήσω, (μάτην)· ― ποιητ. ῥῆμα, εἶμαι ἀργός, ὀκνηρός, βραδύνω, ἀργοπορῶ, ἀμελῶ, ἀφίνω νὰ παρέρχηται ὁ χρόνος, ἀπέκοψε παρήορον οὐδ’ ἐμάτησεν (ἢ οὐδὲ μάτησεν), «οὐδὲ ἐματαιοπράγησεν ἢ ἠμέλησεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 474, πρβλ. Ψ. 510· ὡς τὼ μὲν (ἐξυπ. ἵππω) δείσαντε ματήσετον Ε. 232, πρβλ. ματία· οὐ ματᾷ τοὖργον, τὸ ἔργον δὲν βραδύνει, προχωρεῖ, προβαίνει, Αἰσχύλ. Πρ. 57· ματᾶν ὁδῷ, διατρίβειν καθ’ ὁδόν, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 37· ἰδώμεθ’, εἴ τι τοῦδε φροίμιον ματᾷ ἂν εἶναι μάταιον, ἀνωφελές, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 141· ἐπὶ προσώπων, ὡς τὸ ἁμαρτάνω, ἀποτυγχάνω εἴς τι πρᾶγμα, τινος Ὁππ. Ἁλ. 3. 103. ― Πρβλ. ματᾴζω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ματήσω, ao. ἐμάτησα, pf. inus.
être vain, sans effet, perdre sa peine ou son temps : ὁδῷ, faire un chemin inutile.
Étymologie: μάτην.

English (Autenrieth)

(μάτην), aor. ἐμάτησεν, subj. du. ματήσετον: do in vain, fail, Il. 16.474; then be idle, delay, linger.

Greek Monotonic

μᾰτάω: (μάτη), μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐμάτησα, Επικ. μάτησα· είμαι οκνηρός, χασομερώ, χρονοτριβώ, χαζεύω, σε Ομήρ. Ιλ.· οὐ ματᾷ τοὖργον, το έργο δεν πρέπει να καθυστερεί, σε Αισχύλ.· ματᾶν ὁδῷ, χαζεύω στο δρόμο, στον ίδ.· φροίμιον ματᾷ, είναι μάταιο, στον ίδ.