παρεκχέω: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[εκχέω]]<br /><b>1.</b> [[εκχέω]], [[χύνω]] λίγο λίγο<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b><br /><i>παρεκχέομαι</i><br />(για ποταμούς και λίμνες) [[εκχειλίζω]], [[ξεχειλίζω]], [[πλημμυρίζω]]<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[γίνομαι]] [[παχύς]], [[παχύσαρκος]]. | |mltxt=Α [[εκχέω]]<br /><b>1.</b> [[εκχέω]], [[χύνω]] λίγο λίγο<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b><br /><i>παρεκχέομαι</i><br />(για ποταμούς και λίμνες) [[εκχειλίζω]], [[ξεχειλίζω]], [[πλημμυρίζω]]<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[γίνομαι]] [[παχύς]], [[παχύσαρκος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρεκχέω:''' μέλ. <i>-χεῶ</i>, [[χύνω]] [[βαθμηδόν]] — Παθ., λέγεται για ποτάμια και λίμνες, [[υπερχειλίζω]], σε Στράβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A pour out by degrees, ἔκ τινος εἴς τι κατὰ σταγόνα S.E.M.7.90 :—Pass., Gal. 18(2).447 ; of rivers and lakes, overflow, Str.16.2.33, D.S.5.47 ; also π. εἰς πιμελώδη ὄγκον become obese, Sor.1.32.
German (Pape)
[Seite 514] (s. χέω), daneben od. auf die Seite ausgießen, ἐκ θατέρου εἰς θάτερον κατὰ σταγόνα, S. Emp. adv. math. 7, 90; im pass. sich daneben ergießen, austreten, z. B. vom Nil, Strab. XVI, 760; τὸ ῥεῦμα παρεκχυθέν, D. Sic. 5, 47.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκχέω: μέλλ. -χεῶ, ἐκχύνω βαθμηδόν, ἔκ τινος εἴς τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 90. - Παθ., ἐπὶ ποταμῶν καὶ λιμνῶν, ἐκχειλίζω, Στράβ. 760, Ἡρόδ. 5. 47.
French (Bailly abrégé)
épancher auprès, de côté ou au delà ; Pass. s’épancher auprès, déborder (fleuve).
Étymologie: παρά, ἐκχέω.
Greek Monolingual
Α εκχέω
1. εκχέω, χύνω λίγο λίγο
2. μέσ.
παρεκχέομαι
(για ποταμούς και λίμνες) εκχειλίζω, ξεχειλίζω, πλημμυρίζω
3. ιατρ. γίνομαι παχύς, παχύσαρκος.
Greek Monotonic
παρεκχέω: μέλ. -χεῶ, χύνω βαθμηδόν — Παθ., λέγεται για ποτάμια και λίμνες, υπερχειλίζω, σε Στράβ.