ὑπερίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἵσταμαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προστίθεμαι]] [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέκομαι]] [[πάνω]] από κάποιον<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) [[στέκομαι]] [[πάνω]] από κάποιον προκειμένου να του [[προσφέρω]] [[προστασία]]<br /><b>3.</b> [[υπερτερώ]].
|mltxt=ΜΑ [[ἵσταμαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προστίθεμαι]] [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέκομαι]] [[πάνω]] από κάποιον<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) [[στέκομαι]] [[πάνω]] από κάποιον προκειμένου να του [[προσφέρω]] [[προστασία]]<br /><b>3.</b> [[υπερτερώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερίστᾰμαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.,· [[στέκομαι]] πάνω από [[κάτι]] [[άλλο]], με γεν., σε Ηρόδ.· [[ιδίως]], [[στέκομαι]] πάνω από κάποιον για [[προστασία]], [[προστατεύω]], [[υπερασπίζω]], <i>τινος</i>, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερίστᾰμαι Medium diacritics: ὑπερίσταμαι Low diacritics: υπερίσταμαι Capitals: ΥΠΕΡΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: hyperístamai Transliteration B: hyperistamai Transliteration C: yperistamai Beta Code: u(peri/stamai

English (LSJ)

Pass., with aor. 2 and pf. Act.:—

   A stand over, ὄνειρον ὑπερστὰν Ἀρταβάνου Hdt.7.17.    2 stand over one for protection, protect, τινος S.El.188 (lyr.): abs., A.R.4.370.    3 surpass, τινος J.BJ5.10.3.

German (Pape)

[Seite 1197] (s. ἵστημι), med. mit den intrans. tempp. des act., über Einem oder Einem zu Häupten stehen, τινός, Her. 7, 17; bes. über Einem zu seinem Schutze stehen, ihn vertheidigen, ἇς φίλος οὔτις ἀνὴρ ὑπερίσταται Soph. El. 181.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερίσταμαι: Παθ. μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ.· ― ἵσταμαι ὑπεράνω, ὄνειρον ὑπερστὰν Ἀρταβάνου Ἡρόδ. 7. 17. 2) ἵσταμαι ὑπεράνω τινός, ὅπως ὑπερασπίσω αὐτόν, ὑπερασπίζω, προστατεύω, τινος Σοφ. Ἠλ. 188. 3) ἐπίκειμαι, τῆς γῆς Εὐστ. Πονημάτ. 201. 32. 4) ὑπερβαίνω, ὑπερτερῶ, τινος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 10, 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 28.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερστήσομαι, ao.2 ὑπερέστην, etc.
1 se tenir au-dessus de, gén.;
2 se tenir au-dessus de ou devant ; protéger, gén..
Étymologie: ὑπέρ, ἵσταμαι.

Greek Monolingual

ΜΑ ἵσταμαι
μσν.
προστίθεμαι κάπου
αρχ.
1. στέκομαι πάνω από κάποιον
2. (ιδίως) στέκομαι πάνω από κάποιον προκειμένου να του προσφέρω προστασία
3. υπερτερώ.

Greek Monotonic

ὑπερίστᾰμαι: Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.,· στέκομαι πάνω από κάτι άλλο, με γεν., σε Ηρόδ.· ιδίως, στέκομαι πάνω από κάποιον για προστασία, προστατεύω, υπερασπίζω, τινος, σε Σοφ.