παρεῖπον: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρεῖπον:''' αόρ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], το [[παρά]]-φημι ή το <i>παρ-[[αγορεύω]]</i>, χρησιμ. στη [[θέση]] του ενεστ.· [[πείθω]] με πλάγια μέσα, [[αλλάζω]] σε κάποιον [[γνώμη]], τον [[κατανικώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· <i>παρειπών</i>, με την δική [[σου]] [[πειθώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αντ., [[δίνω]] [[συμβουλή]], <i>αἴσιμα παρειπών</i>, στο ίδ. (στην Ομήρ. Ιλ. η πρώτη συλλ. είναι [[μακρά]], <i>πᾱρειπών</i>, <i>πᾱρειποῦσα</i>, ο [[αρχικός]] [[τύπος]] είναι <i>παρϜειπών</i>).
|lsmtext='''παρεῖπον:''' αόρ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], το [[παρά]]-φημι ή το <i>παρ-[[αγορεύω]]</i>, χρησιμ. στη [[θέση]] του ενεστ.· [[πείθω]] με πλάγια μέσα, [[αλλάζω]] σε κάποιον [[γνώμη]], τον [[κατανικώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· <i>παρειπών</i>, με την δική [[σου]] [[πειθώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αντ., [[δίνω]] [[συμβουλή]], <i>αἴσιμα παρειπών</i>, στο ίδ. (στην Ομήρ. Ιλ. η πρώτη συλλ. είναι [[μακρά]], <i>πᾱρειπών</i>, <i>πᾱρειποῦσα</i>, ο [[αρχικός]] [[τύπος]] είναι <i>παρϜειπών</i>).
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-εῖπον, ep. aor. soms πᾱρειπ- < παρϜειπ-, aanraden:; αἴσιμα π. een juist advies geven Il. 6.62; overreden:. μή σε παρείπῃ... Θέτις dat Thetis je heeft omgepraat Il. 1.555.
}}
}}

Revision as of 13:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεῖπον Medium diacritics: παρεῖπον Low diacritics: παρείπον Capitals: ΠΑΡΕΙΠΟΝ
Transliteration A: pareîpon Transliteration B: pareipon Transliteration C: pareipon Beta Code: parei=pon

English (LSJ)

aor. 2 with no pres, in use, παράφημι being used,

   A talk over, win over, Il.1.555, 6.337, A.Pr.131 (lyr.) ; εἰ . . θυμὸν ὀρίναις παρειπών by thy persuasions, Il.11.793, cf. 15.404 : c. acc. cogn., give such and such advice, αἴσιμα παρειπών 6.62, 7.121. [In Il. πᾱρειπών, πᾱρειποῦσα, i.e. παρϝειπών, -οῦσα ; but μή σε πᾰρείπῃ 1.555.]

German (Pape)

[Seite 512] aor. II. zu παράφημι, bereden, beschwatzen, gew. mit dem Nebenbegriffe listiger Täuschung, τινά, Il. 1, 555. 6, 337, täuschen. – Mit dem accus. der Sache, Einem Etwas einreden, anrathen, αἴσιμα παρειπών, Il. 6, 62. 7, 121, u. ohne Casus, zureden, rathen, 11, 793. 15, 104; bei Aesch. Prom. 131, πατρῴας μόγις παρειποῦσα φρένας, überreden. – [Im partic. παρειπών ist α bei Hom. in der Vershebung lang.]

Greek (Liddell-Scott)

παρεῖπον: ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει, ὡς ἐνεστὼς δὲ παραλαμβάνεται τὸ παράφημι ἢ παραγορεύω, καταπείθω διὰ πλαγίων μέσων, φέρω πρὸς τὸ μέρος μου, ὡς τὸ παραπείθω, Ἰλ. Α. 555, Ζ. 337, Αἰσχύλ. Πρ. 130· εἰ .. θυμὸν ὀρίναις παρειπών, πείσας διὰ λόγων, Ἰλ. Λ. 792, πρβλ. Ο. 404· ἐντεῦθεν, ἐξαπατῶ, δολιεύομαι, Valck. Adon. σ. 356· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., παρέχω συμβουλήν, παραινῶ, συμβουλεύω, αἴσιμα παρειπὼν Ἰλ. Ζ. 62, Η. 121. [Ἐν τῇ Ἴλ. ἡ πρώτη συλλαβὴ εἶναι μακρά, πᾱρειπών, πᾱρειποῦσα, ἐπειδὴ ὁ ἀρχικὸς τύπος ἦτο παρϝειπών· μόνον ἐν Α. 555, μή σε πᾰρείπῃ] ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παρειπεῖν· παραμυθήσασθαι. παραινέσαι. παραπείσειν. παραλογίσασθαι».

French (Bailly abrégé)

sbj. 3ᵉ sg. παρείπῃ, part. παρειπών;
ao.2 d’un verbe sans autre temps et de même sign. que παράφημι : parler d’une façon détournée ; persuader par des moyens indirects.
Étymologie: παρά, εἶπον.

English (Autenrieth)

def. aor. 2, subj. παρείπῃ, part. πᾶρειπών, -οῦσα: persuade, win over.

Greek Monotonic

παρεῖπον: αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση, το παρά-φημι ή το παρ-αγορεύω, χρησιμ. στη θέση του ενεστ.· πείθω με πλάγια μέσα, αλλάζω σε κάποιον γνώμη, τον κατανικώ, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· παρειπών, με την δική σου πειθώ, σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αντ., δίνω συμβουλή, αἴσιμα παρειπών, στο ίδ. (στην Ομήρ. Ιλ. η πρώτη συλλ. είναι μακρά, πᾱρειπών, πᾱρειποῦσα, ο αρχικός τύπος είναι παρϜειπών).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-εῖπον, ep. aor. soms πᾱρειπ- < παρϜειπ-, aanraden:; αἴσιμα π. een juist advies geven Il. 6.62; overreden:. μή σε παρείπῃ... Θέτις dat Thetis je heeft omgepraat Il. 1.555.