ἀνακράζω: Difference between revisions
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
(2) |
(1) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνακράζω:''' αόρ. βʹ <i>ἀνέκρᾰγον</i>, [[κραυγάζω]], [[σηκώνω]] τη [[δύναμη]] της φωνής, σε Ομήρ. Οδ., Αττ. | |lsmtext='''ἀνακράζω:''' αόρ. βʹ <i>ἀνέκρᾰγον</i>, [[κραυγάζω]], [[σηκώνω]] τη [[δύναμη]] της φωνής, σε Ομήρ. Οδ., Αττ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνακράζω:''' (aor. 2 ἀνέκρᾰγον, поздн. aor. 1 ἀνέκραξα)<br /><b class="num">1)</b> вскрикивать, восклицать (ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες [[ἀνέκραγον]] Arph.; ἀκούσαντες [[ἀνέκραγον]], ὡς … Xen.): ἀ. [[πολεμικόν]] Xen. издать боевой клич;<br /><b class="num">2)</b> начинать говорить: [[ἐπεὶ]] [[οὖν]] [[ἀνέκραγον]], οὐκ ἐπικεύσω Hom. если уж я заговорил, я (ничего) не скрою. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:12, 31 December 2018
English (LSJ)
fut. -κράξομαι or fut. pf.
A -κεκράξομαι LXX Jl.3(4).16: aor. ἀνέκρᾰγον; late ἀνέκραξα ib.Jd.7.20, BGU1201.11, Ev.Marc.1.23, al.:—cry out, lift up the voice, shout, ἐπεὶ . . ἀνέκραγον Od.14.467; εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον if I raised my voice too high, Pi.N.7.76; ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες ἀνέκραγον Ar.Eq.670, cf. V.1311, etc.; οὐκ ἀνέκραγεν, of a dying man, Antipho 5.44; πρῶτος ἐπὶ τοῦ βήματος ἀνέκραγεν Arist.Ath.28.3: foll. by a relat., ἀνέκραγον ὡς εὖ λέγοι Ar. Ec.431, cf. X.An.5.1.14; τηλικαῦτ' ἀνεκράγετε, ὡς . . D.21.215: c. inf., ἀνακραγόντων βάλλειν . . Plu.Phoc.34. 2 rarely of animals, ἂν γλαὺξ ἀνακράγῃ Men.534.11.
German (Pape)
[Seite 193] (s. κράζω), aufschreien, meist im aor. II. ἀνέκραγον, Xen. An. 6, 4, 22; Theocr. 16, 12; Hom. Od. 14, 467, eine lange Rede anfangen; so τί, Pind. N. 7, 76; vgl. Antiph. 5, 44, u. oft bei Sp., auch für: gerade heraussagen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακράζω: μέλλ. -κράξομαι Ἑβδ.: ἀόρ. ἀνέκρᾰγον· οὗτος εἶναι ὁ εὐχρηστότατος χρόνος· μεταγεν. ἀνέκραξα Ἑβδ. (ἴδε κράζω): κράζω ἰσχυρῶς, ὑψώνω τὴν φωνήν μου, ἐπὶ ἀνδρῶν, ἐπεὶ... ἀνέκραγον Ὀδ. Ξ. 467· εἴ τι πέραν... ἀνέκραγον, ἂν ὕψωσα τὴν φωνήν μου περισσότερον τοῦ δέοντος, Πινδ. Ν. 7. 112· ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες ἀνέκραγον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 670, πρβλ. Σφ. 1311, κτλ.· οὐκ ἀνέκραγεν, ἐπὶ θνήσκοντος ἀνθρώπου, Ἀντιφῶν 134. 29· - ἑπομένης ἀναφ. ἢ εἰδ. προτάσεως, ἀνέκραγον ὡς εὖ λέγοι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 431, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 1, 14· τηλικαῦτ’ ἀνεκράγετε, ὡς..., Δημ. 583. 17· μετ’ ἀπαρ. ἀνακραγόντων βάλλειν... Πλουτ. Φωκ. 34. 2) σπαν. ἐπὶ ζῴων, ἂν γλαῦξ ἀνακράγῃ Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 5. 11.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀνέκραξα, ao.2 ἀνέκραγον;
1 crier à haute voix, pousser un cri ou des cris ; ἀν. πολεμικόν XÉN pousser un cri de guerre;
2 se récrier;
3 déclarer.
Étymologie: ἀνά, κράζω.
English (Autenrieth)
aor. ἀνέκραγον: screech out (said purposely with exaggeration), Od. 14.467†.
English (Slater)
ἀνακράζω
1 cry out νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν (N. 7.76)
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ἀνέκραγον Od.14.467, Ar.Eq.670, tard. ἀνέκραξα LXX Id.7.20, BGU 1201.11 (II a.C.), Eu.Marc.1.23; fut. perf. ἀνακεκράξομαι LXX Il.4.16]
1 gritar muy frec. en aor. dar un grito ἀλλ' ἐπεὶ οὖν τὸ πρῶτον ἀνέκραγον Od.l.c., οἱ δ' ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες ἀνέκραγον Ar.l.c., οὔτε ἀνέκραγεν de un moribundo, Antipho 5.44, cf. Theoc.26.12, Plb.36.7.3, εἰς τὰ ὦτά μου LXX Ez.9.1, ὡς ἠδύνατο μέγιστον Hell.Oxy.15.2, μέγα καὶ ἀπειλητικὸν ἀνέκραγεν D.C.36.30.3, cf. 69.6.3, ὁ δὲ ἀνακραγὼν ἀπεκρίνατο λέγων Hierocl.Facet.46, ἀμφὶ δὲ νεκρῷ θοῦρος Ἄρης ἀνέκραγε Nonn.D.4.417, ἀνέκραξεν φωνῇ μεγάλῃ Eu.Luc.4.33, cf. BGU l.c., Plu.2.4e, 757c
•c. doble ac. proclamar a gritos ἐπαιάνιζόν τε καὶ Ἰουστινιανὸν βασιλέα καλλίνικον, ἅτε νενικηκότες, ἀνέκραγον Procop.Pers.2.8.29
•c. constr. complet. ἀνέκραγον ὡς εὖ λέγοι Ar.Ec.431, cf. X.An.5.1.14, o c. consecutiva, τηλικοῦτ' ἀνεκράγετε ... ὥστε D.21.215
•c. inf. ἀνακραγόντων βάλλειν Plu.Phoc.34.
2 del que canta o pronuncia un discurso alzar, subir la voz εἴ τι πέραν ἀερθεὶς α ἀνέκραγον Pi.N.7.76
•hablar a gritos πρῶτος ἐπὶ τοῦ βήματος ἀνέκραγε Arist.Ath.28.3.
3 de animales chillar ψᾶρες Stesich.88.2.21S.
•ulular de la lechuza ἂν γλαὺξ ἀνακράγῃ Men.Fr.620
•croar de las ranas κοὰξ κοὰξ ἀνακράζων Babr.191.8.
English (Strong)
from ἀνά and κράζω; to scream up (aloud): cry out.
English (Thayer)
1st aorist (rare and late, Veitch, under the word κράζω; Buttmann, 61 (53)) ἀνέκραξα; 2nd aorist ἀνέκραγον (T Tr text WH); to raise a cry from the depth of the throat, to cry out: Winer's De verb. comp. etc. Part iii., p. 6f.
Greek Monolingual
(Α ἀνακράζω)
φωνάζω δυνατά, κραυγάζω
αρχ.
(για ζώα) βγάζω τη χαρακτηριστική κραυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- επιτ. + κράζω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀνακράκτης
νεοελλ.
ανάκραγμα, ανακραξιά].
Greek Monotonic
ἀνακράζω: αόρ. βʹ ἀνέκρᾰγον, κραυγάζω, σηκώνω τη δύναμη της φωνής, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακράζω: (aor. 2 ἀνέκρᾰγον, поздн. aor. 1 ἀνέκραξα)
1) вскрикивать, восклицать (ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες ἀνέκραγον Arph.; ἀκούσαντες ἀνέκραγον, ὡς … Xen.): ἀ. πολεμικόν Xen. издать боевой клич;
2) начинать говорить: ἐπεὶ οὖν ἀνέκραγον, οὐκ ἐπικεύσω Hom. если уж я заговорил, я (ничего) не скрою.