λικμάω: Difference between revisions
ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low
(5) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λικμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. <i>ἐλίκμησα</i> ([[λικμός]])· [[χωρίζω]] τα [[σιτηρά]] από τα άχυρα, [[λιχνίζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.· μεταφ., [[διασκορπίζω]] σαν [[άχυρο]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''λικμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. <i>ἐλίκμησα</i> ([[λικμός]])· [[χωρίζω]] τα [[σιτηρά]] από τα άχυρα, [[λιχνίζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.· μεταφ., [[διασκορπίζω]] σαν [[άχυρο]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λικμάω:''' <b class="num">1)</b> веять (зерно), провеивать, очищать веянием (τὸν [[σῖτον]] Xen.; καρπὸν ἀπ᾽ ἀσταχύων Anth.);<br /><b class="num">2)</b> раздавливать, сокрушать (τινα NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 31 December 2018
English (LSJ)
fut. -ήσω X.Oec.18.8: aor.
A ἐλίκμησα B.Fr.34:— part the grain from the chaff, winnow, ἀνδρῶν λικμώντων Il.5.500; σῖτον λ. X.Oec.18.6; καρπὸν ἀπ' ἀσταχύων B.l.c.: metaph., scatter like chaff, LXX Ez.29.12; make away with, ib.Is.30.22; crush, destroy, ἐλίκμησάν μου τὸ λάχανον BGU146.8 (iii A.D.); ἐφ' ὃν δ' ἂν πέσῃ (sc. ὁ λίθος) λικμήσει αὐτόν Ev.Luc.20.18.
German (Pape)
[Seite 46] mit der Worfschaufel, λικμός, das Getreide von der Spreu reinigen, worfeln, ὡς δ' ἄνεμος ἄχνας φορέει ἱερὰς κατ' ἀλωὰς ἀνδρῶν λικμώντων Il. 5, 500; καθαροῦμεν τὸν σῖτον λικμῶντες Xen. Oec. 18, 6; καρπὸν ἀπ' ἀσταχύων Bacchyl. 20 (VI, 53); Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λικμάω: μέλλ. -ήσω, Ξεν. Οἰκ. 18. 8· ἀόρ. ἐλίκμησα, Βακχυλ. Ἐπιγράμμ. 2. 4. Χωρίζω τὸν σῖτον ἀπὸ τοῦ ἀχύρου διὰ λικμήσεως, «λιχνίζω», ἀνδρῶν λικμώντων Ἰλ. Ε. 500· σῖτον λικμᾶν Ξεν. Οἰκ. 18, 6· ὄφρα τάχιστα λικμήσῃ πεπόνων καρπὸν ἀπ’ ἀσταχύων Βακχυλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - μεταφορ., διασκορπίζω ὡς ἄχυρον, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κα΄, 44, κτλ., πρβλ. Ἑβδ. (Ἰὼβ ΚΖ΄, 21).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. λικμήσω, ao. ἐλίκμησα, pf. inus.
Pass. ao. ἐλικμήθην, pf. λελίκμημαι;
vanner.
Étymologie: λικμός.
English (Autenrieth)
(λικμός), part. gen. plur. λικμώντων: winnow, Il. 5.500†.
English (Strong)
from likmos, the equivalent of liknon (a winnowing fan or basket); to winnow, i.e. (by analogy), to triturate: grind to powder.
English (Thayer)
λικμῷ: future λικμήσω; (λιμός a winnowing-van);
1. to winnow, cleanse away the chaff from grain by winnowing (Homer, Xenophon, Plutarch, others; the Sept.).
2. in a sense unknown to secular authors, to scatter (opposed to συνάγω, Jeremiah 38); add, to crush to pieces, grind to powder: τινα, R G L brackets WH brackets); Theod.); Daniel , the passage cited it represents the Aphel of סוּף, finem facere, and on Sap. l. c. see Grimm. Many decline to follow the rendering of the Vulg. (conterere, comminuere), but refer the examples under this head to the preceding.)
Greek Monotonic
λικμάω: μέλ. -ήσω, αόρ. ἐλίκμησα (λικμός)· χωρίζω τα σιτηρά από τα άχυρα, λιχνίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.· μεταφ., διασκορπίζω σαν άχυρο, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
λικμάω: 1) веять (зерно), провеивать, очищать веянием (τὸν σῖτον Xen.; καρπὸν ἀπ᾽ ἀσταχύων Anth.);
2) раздавливать, сокрушать (τινα NT).