κιρσός: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(20)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κιρσός]]) μόνιμη παθολογική [[διεύρυνση]] μιας φλέβας που εμφανίζεται συχνότερα στα [[κάτω]] [[άκρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με [[κίρκος]], [[κρίκος]], λόγω του σχήματος τών κιρσών, [[οπότε]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kir</i>-<i>k</i>- «[[στρέφω]], [[κάμπτω]]» και ο [[αρχικός]] τ. θα ήταν <i>κιρκ</i>-<i>y</i>-<i>ός</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, συνδέεται με [[κιρρός]] «[[κιτρινωπός]]», λόγω του χρώματος ορισμένου είδους κιρσών.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κίρσιον]], [[κιρσώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κιρσώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κιρσοειδής]], [[κιρσοκήλη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κιρσοτομώ]], [[κιρσουλκός]].
|mltxt=ο (Α [[κιρσός]]) μόνιμη παθολογική [[διεύρυνση]] μιας φλέβας που εμφανίζεται συχνότερα στα [[κάτω]] [[άκρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με [[κίρκος]], [[κρίκος]], λόγω του σχήματος τών κιρσών, [[οπότε]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kir</i>-<i>k</i>- «[[στρέφω]], [[κάμπτω]]» και ο [[αρχικός]] τ. θα ήταν <i>κιρκ</i>-<i>y</i>-<i>ός</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, συνδέεται με [[κιρρός]] «[[κιτρινωπός]]», λόγω του χρώματος ορισμένου είδους κιρσών.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κίρσιον]], [[κιρσώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κιρσώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κιρσοειδής]], [[κιρσοκήλη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κιρσοτομώ]], [[κιρσουλκός]].
}}
{{elnl
|elnltext=κιρσός -οῦ, ὁ geneesk. spatader.
}}
}}

Revision as of 07:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιρσός Medium diacritics: κιρσός Low diacritics: κιρσός Capitals: ΚΙΡΣΟΣ
Transliteration A: kirsós Transliteration B: kirsos Transliteration C: kirsos Beta Code: kirso/s

English (LSJ)

ὁ,

   A enlargement of a vein, varicocele, = ἰξία 111, Hp.Aph.6.21 (pl.): of varicose veins, Apollon.Mir.42, Philostr.Gym.35, Gal.7.730: —also κριξός, Poll.4.196; κρισσός, Hippiatr.14, 77, Hsch.; cf. κισσός 11.

German (Pape)

[Seite 1442] ὁ, Erweiterung eines Blutgefäßes, Aderbruch, bes. an den Hüften, Schenkeln u. übh. am Unterleibe, att. auch κρισσός, dor. κριξός, Medic.; vgl. Poll. 4, 196.

Greek (Liddell-Scott)

κιρσός: ὁ, ἀνευρυσμὸς ἢ οἴδημα φλεβός, διάρρηξις, λατ. varix, ἰδίως περὶ τὰς κνήμας, τὸ ἐπιγάστριον, τοὺς μηρούς, κτλ., τὸ αὐτὸ καὶ ἰξία ΙΙΙ, Ἱππ. Ἀφ. 1257, κτλ.· ὡσαύτως κρισσός, κριξός, Πολυδ. Δ΄, 196, Ἡσύχ. ἐν λέξ.

Greek Monolingual

ο (Α κιρσός) μόνιμη παθολογική διεύρυνση μιας φλέβας που εμφανίζεται συχνότερα στα κάτω άκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με κίρκος, κρίκος, λόγω του σχήματος τών κιρσών, οπότε ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kir-k- «στρέφω, κάμπτω» και ο αρχικός τ. θα ήταν κιρκ-y-ός. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, συνδέεται με κιρρός «κιτρινωπός», λόγω του χρώματος ορισμένου είδους κιρσών.
ΠΑΡ. κίρσιον, κιρσώδης
αρχ.
κιρσώ.
ΣΥΝΘ. κιρσοειδής, κιρσοκήλη
αρχ.
κιρσοτομώ, κιρσουλκός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιρσός -οῦ, ὁ geneesk. spatader.