θύμον: Difference between revisions
φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν: ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ' ἱστορία τὰ καθ' ἕκαστον λέγει → poetry is something more scientific and serious than history, because poetry tends to give general truths while history gives particular facts
(2b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θύμον:''' τό бот. тимьян (Thymus), по друг. - чабер (Satureja) Arst., Plut. | |elrutext='''θύμον:''' τό бот. тимьян (Thymus), по друг. - чабер (Satureja) Arst., Plut. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: n.,<br />Meaning: [[thyme]] (IA)<br />Other forms: rarely <b class="b3">-ος</b> m.<br />Compounds: As 1. member in <b class="b3">θυμ-ελαία</b> f. name of a plant, perh. <b class="b2">Daphne Cnidium</b> (Dsc., Plin.; cf. on <b class="b3">ἐλαία</b>) with <b class="b3">-αΐτης</b> (<b class="b3">οἶνος</b>) <b class="b2">wine spiced with th.</b> (Dsc.; vgl. Redard Les noms grecs en <b class="b3">-της</b> 96); <b class="b3">θυμ-οξ-άλμη</b> f. <b class="b2">drink from thyme, vinegar and brine</b> (Dsc.).<br />Derivatives: <b class="b3">θύμιον</b> = <b class="b3">σμῖλαξ</b>, also <b class="b2">large wart</b> (Hp., Dsc.; cf. Strömberg Pflanzennamen 97), <b class="b3">θυμίτης</b> <b class="b2">spiced with th.</b> (Ar., Dsc.; Redard 93 und 96), <b class="b3">θύμινον</b> (<b class="b3">μέλι</b>) <b class="b2">from th.</b> (Colum., Apul.), <b class="b3">θυμόεις</b> <b class="b2">rich in th.</b> (Choeril.), <b class="b3">θυμώδης</b> <b class="b2">th.-like</b> (Thphr.). Denomin. verb <b class="b3">θυμίζω</b> <b class="b2">taste th.</b> (sp. medic.), <b class="b3">θυμιχθείς πικρανθείς</b> H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Primary <b class="b3">μο-</b>deriv. from 2. <b class="b3">θύω</b> [[smoke]] (s. v.), because of the scent? (Strömberg Pflanzennamen 27); to my mind doubtful. A local plant name, so prob. Pre-Greek. - On [[θύμαλλος]] fish name s. v. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:15, 3 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], τό, Arist.HA626b21, Pr.925a9, Thphr.HP6.2.3.: dual
A θύμω Pherecr.167: pl., θύμα Eup.14.5, Antiph.179.4: gen. θύμων Ar.Pl.283; θυμέων AP9.226.2 (Zonas):—also θύμος, ὁ, Dsc.3.36:— Cretan thyme, Thymbra capitata, ll.cc., Hp.Vict.2.54, al.; τὸ μύρον φάσκειν οὐδὲν τοῦ θ. ἥδιον ὄζειν Thphr.Char.4.1. b a marine plant, Id.HP4.7.2. 2 mixture of thyme with honey and vinegar, eaten by the poor of Attica, Ar.Pl.253, cf. 283, Antiph.226.7, Luc.Fug.14, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1224] τό, = θύμος, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
θύμον: ῠ, τό, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 48, Προβλ. 20. 20, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 2, 3˙ πληθ. θύμα Εὔπολ. Αἰξίν 1. 5, Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμοπατρίοις» 1. 4˙ γεν. θύμων Ἀριστοφ. Πλ. 283˙ ὡσαύτως θύμος, ὁ, Διοσκ. 3. 44˙ θυμέων Ἀνθ. Π. 9. 226˙ - ὁ θύμος, τὸ θυμάρι, Λατ. thymus. (Ἐκ τοῦ θύω, διὰ τὴν γλυκεῖαν αὐτοῦ ὀσμήν, ἢ διότι κατὰ πρῶτον ἐχρησιμοποιήθη πρὸς καῦσιν ἐπὶ τοῦ βωμοῦ). 2) μῖγμα θύμου, μέλιτος καὶ ὄξους, ἐν μεγίστῃ χρήσει παρὰ τοῖς πένησι τῶν Ἀθηναίων, Ἀριστοφ. Πλ. 253˙ ἔνθα ἄλλοι ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς σημαῖνον τὸν νῦν ἐν πολλῇ χρήσει βολβόν, πρβλ. αὐτόθι 283, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 2, Θεόφρ. Χαρακτ. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «θύμον˙ τὸ σκόροδον», κατὰ δὲ τὸν Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. «θύμους, οὓς οἱ κοινοὶ βολβοὺς ἢ ἀγριοκρόμμυά φασιν». ΙΙ. «πρὸς δὲ τῇ κεφαλῇ τῆς καρδίας ὄπισθεν κατὰ τὸν ἕβδομον σφόνδυλον ἔστι τις σάρξ ἀδένι ἐοικυῖα ἣ καλεῖται θύμος» Πολυδ. Β΄, 218, πρβλ. Γαλην. τ. 2. σ. 797, 16˙ ὡσαύτως καλεῖται σῦκον. 2) ἀδένες ἐν τοῖς μαστοῖς νεογνῶν ζῴων, τὰ «γλυκάδια» τῶν μόσχων, αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
thym, plante.
Étymologie: θύω.
Greek Monolingual
θύμον, τὸ και θύμος, ὁ (Α)
1. το φυτό θύμος, το θυμάρι, η θυμαριά, το χαμοδρούμπι
2. θαλάσσιο φυτό
3. μίγμα από θυμάρι, μέλι και ξίδι που συνήθιζαν να τρώνε οι φτωχοί Αθηναίοι
4. (κατά τον Ησύχ.) «θύμον
τὸ σκόροδον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύω (I) με τη σημασία «ευωδιάζω».
ΠΑΡ. αρχ. θυμίζω, θύμινον, θύμιον, θυμίτης, θυμόεις, θυμώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. θυμελαία, θυμοξάλμη
νεοελλ.
θυμόλη, θυμόμελι. (Β' συνθετικό) αρχ. επίθυμον].
Greek Monotonic
θύμον: [ῠ] , τό ή θύμος, -έος, ὁ,
1. θυμός, σε Αριστοφ., κ.λπ.
2. μείγμα θυμαριού με μέλι και ξίδι, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
θύμον: τό бот. тимьян (Thymus), по друг. - чабер (Satureja) Arst., Plut.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.,
Meaning: thyme (IA)
Other forms: rarely -ος m.
Compounds: As 1. member in θυμ-ελαία f. name of a plant, perh. Daphne Cnidium (Dsc., Plin.; cf. on ἐλαία) with -αΐτης (οἶνος) wine spiced with th. (Dsc.; vgl. Redard Les noms grecs en -της 96); θυμ-οξ-άλμη f. drink from thyme, vinegar and brine (Dsc.).
Derivatives: θύμιον = σμῖλαξ, also large wart (Hp., Dsc.; cf. Strömberg Pflanzennamen 97), θυμίτης spiced with th. (Ar., Dsc.; Redard 93 und 96), θύμινον (μέλι) from th. (Colum., Apul.), θυμόεις rich in th. (Choeril.), θυμώδης th.-like (Thphr.). Denomin. verb θυμίζω taste th. (sp. medic.), θυμιχθείς πικρανθείς H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Primary μο-deriv. from 2. θύω smoke (s. v.), because of the scent? (Strömberg Pflanzennamen 27); to my mind doubtful. A local plant name, so prob. Pre-Greek. - On θύμαλλος fish name s. v.