ἅδην: Difference between revisions
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
m (Text replacement - "[acaron]" to "ǎ") |
mNo edit summary |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: adv.<br />Meaning: <b class="b2">to | |etymtx=Grammatical information: adv.<br />Meaning: <b class="b2">to one's fill</b> (Il.).<br />Other forms: In the epic with psilosis. <b class="b3">α-</b> may be metrically lengthened.<br />Derivatives: <b class="b3">ἅδος</b> m. or n. [[satiety]] (Il.). From <b class="b3">*ἁδη- ἀδαῖος</b> <b class="b2">leading to satiety</b> (Sophr., H.).<br />Origin: IE [Indo-European] [876] <b class="b2">*seh₂-</b> <b class="b2">to satiate</b><br />Etymology: Acc. of a noun, seen in <b class="b3">ἁδη-φάγος</b> [[glutton]] (formation?). The root is found in several verbal forms: <b class="b3">ἄμεναι</b> (Il.), aor. <b class="b3">ἆσαι</b>, <b class="b3">ἄσασθαι</b> (ep.) <b class="b2">to satiate oneself</b>, and [[ἄατος]]. OIr. <b class="b2">sáith</b> [[fullness]], <b class="b2">*satis</b>. The stem <b class="b3">ἁδ-</b> also in Arm. <b class="b2">at-ok</b> <b class="b2">full, full-grown</b> (cf. [[ἁδρός]]); wrong Clackson 1994, 170, who explains Arm. <b class="b2">at-</b> from <b class="b2">*ad-</b> [[grain]] (Lat. [[ador]]), which would not give [[full]], [[fat]]. Other languages have a <b class="b2">t-</b>enlargement: Lat. [[satis]], Goth. [[saÞs]] [[satt]], both <b class="b2">*sh₂-t-</b>, <b class="b2">ga-soÞjan</b>, Lith. <b class="b2">sótis</b> (with acute from the laryngeal).<br />See also: [[ἄατος]], [[ἁδινός]], [[ἁδρός]], <b class="b3">ἁδηκότες</b>, [[ἀδμωλή]], [[ἄαδα]], [[ἄση]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:51, 8 January 2019
English (LSJ)
Ep. and Ion. ἄδην, Adv.
A to one's fill, ἔδμεναι ἄ. Il.5.203,al.; ἐμπιμπλάμενοι σίτων ἅ. Pl.Plt.272c; πιοῦσ' ἄ. χορεύω Anacreont.14.30. 2 c. gen., οἵ μιν ἄ. ἐλόωσι . . πολέμοιο will drive him to satiety of war, Il.13.315; Τρῶας ἄ. ἐλάσαι πολέμοιο 19.423; ἔτι μίν φημι ἄ. ἐλάαν κακότητος Od.5.290; ἅ. ἔλειξεν αἵματος licked his fill of blood, A.Ag.828; καὶ τούτων μὲν ἅ. Pl.Euthphr.11e, cf. R.341c, etc.; ἅ. ἔχειν τινός to have enough of a thing, be weary of it, Id.Chrm.153d, cf. E.Ion975; τοῦ φαγεῖν Arist.Pr.950a15; ἅ. ἔχουσιν οἱ λόγοι Pl.R. 541b: c. part., ἄ. εἶχον κτείνοντες Hdt.9.39. 3 unceasingly, A.R.2.82, cf.4.1216. 4 = ἅλις, ἄ. ἐγένοντο μύκητες Call.Fr.47. [ᾰ, except in the phrase ἔδμεναι ἄδην; v. sub ἁδέω.] (From s[schwa]-δην, cf. Lat. sǎ-tis.)
Greek (Liddell-Scott)
ἅδην: ἢ ἄδην, Ἐπ. ἄδδην, ἐπίρρ. Λατ. satis, μέχρι κόρου, ἔδμεναι ἄδδην, ἐσθίειν μέχρι κόρου, Ἰλ. Ε. 203, καὶ ἀλλ.· ἐμπιπλάμενοι σίτων ἄδην, Πλάτ. Πολιτικ. 272C. 2) μετὰ γεν. οἵ μιν ἅδην ἐλόωσι ... πολέμοιο, Ν. 315· ἔτι μίν φημι ἅδην ἐλάαν κακότητος, Ὀδ. Ε. 290· οὕτω παρ’ Ἀττ., ἅδην ἔλειξεν αἵματος, ἔγλειψεν, ὅσον ἠδύνατο νὰ φάγῃ ἐκ τοῦ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 828· οὕτω παρὰ Πλάτ.· καὶ τούτων μὲν ἅδην, Εὐθύφρ. 11Ε, πρβλ. Πολ. 341C, κτλ.· ἅδην ἔχειν τινός, ἔχων ἀρκετὸν ἔκ τινος πράγματος, εἶναι κεκορεσμένον ἐξ αὐτοῦ, ὁ αὐτ. Χαρμ. 153D· τοῦ φαγεῖν, Ἀριστ. Πρβλ. 28. 7· - ὡσαύτως, ἅδην ἔχουσιν οἱ λόγοι, Πλάτ. Πολ. 541Β· καὶ μ. μετοχ., ἄδην εἶχον κτείνοντες, Ἡρόδ. 9. 39. (Ἡ ῥίζα εἶναι ἈΔ ἢ ἉΔ, πρβλ. τὸ Λατ. satis, satur, satio· ἐντεῦθεν ἀδέω, ἄδος· ὡσαύτως, ἄση, ἀσάομαι· βραχύτερος δὲ τύπος τῆς ῥίζης ἀ φαίνεται ἐν τοῖς ἄω, satio, ὁπόθεν καὶ τὸ ἄατος.) [ᾰ, ἐξαιρέσει τῆς φράσεως ἔδμεναι ἄδην· ἴδε ἐν λ. ἀδέω].
French (Bailly abrégé)
mieux que ἄδδην;
adv.
1 à satiété, assez : ἔδμεναι ἅδην IL manger à satiété ; avec un part., ἅδην εἶχον κτείνοντες HDT ils étaient las de tuer;
2 abondamment, complètement : Τρῶας ἅδην ἐλάσαι πολέμοιο IL (avant) d’avoir battu complètement les Troyens.
Étymologie: propr. acc. de *ἅδη, R. Σαδ, être rassasié ; cf. lat. sat, satis.
English (Autenrieth)
to satiety, to excess; ἅδην ἐλάαν κακότητος, πολέμοιο, ‘until he gets enough’ of trouble, etc.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): muy frec. ἄδην; dór. ἄδᾱν Alcm.20.4; tard. ἄδδην Apollon.Lex.α 99, Hsch., EM α 251
• Prosodia: [ᾰ- pero ᾱ- Il.5.203]
adv.
1 hasta la saciedad, en abundancia esp. de comer y beber ἔδμεναι Il.5.203, ὅς τις ἄδην πίνῃ Hes.Fr.239.2, ἐσθίην δ' ἄδαν Alcm.l.c., ἅδην με ... πλάναι γεγυμνάκασιν A.Pr.585, τῆς ἡμετέρας φιλότητος ἄ. κορέσασθαι A.Fr.47a.2.28, ἐμπιμπλάμενοι σίτων ἅ. καὶ ποτῶν atiborrándose de alimentos y de bebidas hasta saciarse Pl.Plt.272c, cf. Ael.NA 14.25
•en cantidad, en abundancia, mucho ἄ. ἐγένοντο μύκητες Call.Fr.269.2, παπταίνει, πατέοντος ἄ., πόθεν ἄρξεται ἔργου se queda mirando por dónde empezar ante un trabajo tan inmenso Theoc.17.10, στείχοντος ἄ. αἰῶνος habiendo pasado mucho tiempo A.R.4.1216, προθύμως ἐπρυτάνευσ' ὑμῶν ἅδην ejerció vuestra pritanía con todo su afán, IEphesos 1064.5 (II d.C.).
2 de algo intermitente constantemente, sin parar ἐπ' ἄλλῳ δ' ἄλλος ἄηται δοῦπος ἄ. A.R.2.82.
3 hasta no querer más, hasta hartarse c. gen. πολέμοιο Il.13.315, 19.423, κακότητος Od.5.290, αἵματος A.A.828, καὶ τούτων μὲν ἅ. Pl.Euthphr.11e
•esp. c. ἔχω y gen. estar harto, cansado de, tener bastante de πημάτων ἅ. ἔχω E.Io 975, τῶν τοιούτων ἅ. εἴχομεν Pl.Chrm.153d, τοῦ φαγεῖν Arist.Pr.950a15
•c. part. ἄ. εἶχον κτείνοντες Hdt.9.39
•otra construcción ἄ. ... ἔχουσιν ἡμῖν οἱ λόγοι nos basta ya lo que hemos dicho Pl.R.541b.
• Etimología: De *seHu̯2-/sHu̯2-; en grado pleno (sā) en gót. ga-saþjan ‘saciarse’, gr. ἄμεναι; en grado cero (să) en gr. ἄεται, lat. sătis, gót. saþs ‘harto’; en grado cero (sĭ-) en ai. asinvá- ‘insaciable’.
Greek Monotonic
ἅδην: ή ἄδην[ᾰ] (ἄω, satio),
1. επίρρ., Λατ. satis, αρκετά, έως το σημείο του κορεσμού· ἔδμεναι ἄδ(δ)ην, το να τρώει κανείς μέχρι κορεσμού, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με γεν., οἵ μιν ἅδην ἐλόωσι πολέμοιο, οι οποίοι μπορεί να τον οδηγούν σε κορεσμό του πολέμου, στο ίδ.· ἅδην ἔλειξεν αἵματος, έγλειψε όσο μπορούσε να φάει από το αίμα, σε Αισχύλ.· καὶ τούτων μὲν ἅδην, αρκετά από αυτό, σε Πλάτ.· με μτχ., ἄδην εἶχον κτείνοντες, σε Ηρόδ. (ᾰ, εκτός της φράσης ἔδμεναι ἄδην που αναφέρεται στην Ομήρ. Ιλ., όπου συνήθως αναγράφεται ἄδδην).
Russian (Dvoretsky)
ἅδην: тж. ἄδ(δ)ην adv. вдоволь, вволю, досыта (ἔδμεναι Hom.; ἐμπιμπλάμενοι σίτων Plat.): ἅ. ἐλάσαι πολέμοιό τινα Hom. измучить кого-л. битвой; ὡς ἅ. εἶχον κτείνοντες Her. когда они вволю натешились резней; ἐπειδὴ τῶν τοιούτων ἅ. Plat. когда мы вдоволь наговорились об этом; ἅ. ἔχουσιν ἡμῖν οἱ λόγοι Plat. довольно с нас слов; ἐπεὶ τούτων ἅ. εἶχε Plut. когда ему это надоело.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv.
Meaning: to one's fill (Il.).
Other forms: In the epic with psilosis. α- may be metrically lengthened.
Derivatives: ἅδος m. or n. satiety (Il.). From *ἁδη- ἀδαῖος leading to satiety (Sophr., H.).
Origin: IE [Indo-European] [876] *seh₂- to satiate
Etymology: Acc. of a noun, seen in ἁδη-φάγος glutton (formation?). The root is found in several verbal forms: ἄμεναι (Il.), aor. ἆσαι, ἄσασθαι (ep.) to satiate oneself, and ἄατος. OIr. sáith fullness, *satis. The stem ἁδ- also in Arm. at-ok full, full-grown (cf. ἁδρός); wrong Clackson 1994, 170, who explains Arm. at- from *ad- grain (Lat. ador), which would not give full, fat. Other languages have a t-enlargement: Lat. satis, Goth. saÞs satt, both *sh₂-t-, ga-soÞjan, Lith. sótis (with acute from the laryngeal).
See also: ἄατος, ἁδινός, ἁδρός, ἁδηκότες, ἀδμωλή, ἄαδα, ἄση.