ριγώ: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(36)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ώω, Α<br />[[τρέμω]] από το [[κρύο]], [[τουρτουρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥῖγος]] [[κατά]] το [[ἱδρώω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἱδρώς]])].———————— <b>(II)</b><br />-όω, Α<br />[[τρέμω]] από το [[κρύο]], [[κρυώνω]] («ῥιγοῡν τε γὰρ καὶ [[είναι]] γυμνή», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δευτερογενής [[σχηματισμός]] από το ρ. <i>ῥιγώω</i>, που μαρτυρείται στη μτχ. <i>ῥιγοῦν</i>].———————— <b>(III)</b><br />ῥιγῶ, -έω, ΝΑ, και [[ῥιγείω]] Α<br /><b>1.</b> καταλαμβάνομαι από [[ρίγος]], [[τρέμω]], [[τουρτουρίζω]]<br /><b>2.</b> [[ανατριχιάζω]], [[τρομάζω]] (α. «το δυνατό [[χτύπημα]] της πόρτας τον έκανε να ριγήσει» β. «κτύπησε μὲν [[Ζεὺς]] [[χθόνιος]], αἱ δὲ παρθένοι ῥίγησαν», <b>Σοφ.</b>)<br />(αρχ)<br /><b>1.</b> ψυχραίνομαι, [[διστάζω]]<br /><b>2.</b> εγείρομαι [[ένοπλος]] («ἤδη νῡν Φοίνικες... ἐρρίγαντι», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> (μτβ. με αιτ.) [[φοβάμαι]] [[κάτι]] («οὔ τοι ἐγὼν [[ἔρριγα]] μάχην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (με ενδοιαστική προτ.) [[φοβάμαι]] [[μήπως]]..<br /><b>5.</b> (με απρμφ.) [[φοβάμαι]] να [[κάνω]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥῖγος]]. Ο ενεστ. τ. [[ῥιγέω]] [[είναι]] [[σπάνιος]], ενώ αρχαιότερος και συχνότερος [[είναι]] ο τ. του παρακμ. [[ἔρριγα]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ώω, Α<br />[[τρέμω]] από το [[κρύο]], [[τουρτουρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥῖγος]] [[κατά]] το [[ἱδρώω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἱδρώς]])].<br /> <b>(II)</b><br />-όω, Α<br />[[τρέμω]] από το [[κρύο]], [[κρυώνω]] («ῥιγοῡν τε γὰρ καὶ [[είναι]] γυμνή», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δευτερογενής [[σχηματισμός]] από το ρ. <i>ῥιγώω</i>, που μαρτυρείται στη μτχ. <i>ῥιγοῦν</i>].<br /> <b>(III)</b><br />ῥιγῶ, -έω, ΝΑ, και [[ῥιγείω]] Α<br /><b>1.</b> καταλαμβάνομαι από [[ρίγος]], [[τρέμω]], [[τουρτουρίζω]]<br /><b>2.</b> [[ανατριχιάζω]], [[τρομάζω]] (α. «το δυνατό [[χτύπημα]] της πόρτας τον έκανε να ριγήσει» β. «κτύπησε μὲν [[Ζεὺς]] [[χθόνιος]], αἱ δὲ παρθένοι ῥίγησαν», <b>Σοφ.</b>)<br />(αρχ)<br /><b>1.</b> ψυχραίνομαι, [[διστάζω]]<br /><b>2.</b> εγείρομαι [[ένοπλος]] («ἤδη νῡν Φοίνικες... ἐρρίγαντι», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> (μτβ. με αιτ.) [[φοβάμαι]] [[κάτι]] («οὔ τοι ἐγὼν [[ἔρριγα]] μάχην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (με ενδοιαστική προτ.) [[φοβάμαι]] [[μήπως]]..<br /><b>5.</b> (με απρμφ.) [[φοβάμαι]] να [[κάνω]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥῖγος]]. Ο ενεστ. τ. [[ῥιγέω]] [[είναι]] [[σπάνιος]], ενώ αρχαιότερος και συχνότερος [[είναι]] ο τ. του παρακμ. [[ἔρριγα]].
}}
}}

Revision as of 12:00, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
-ώω, Α
τρέμω από το κρύο, τουρτουρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος κατά το ἱδρώω (< ἱδρώς)].
(II)
-όω, Α
τρέμω από το κρύο, κρυώνω («ῥιγοῡν τε γὰρ καὶ είναι γυμνή», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενής σχηματισμός από το ρ. ῥιγώω, που μαρτυρείται στη μτχ. ῥιγοῦν].
(III)
ῥιγῶ, -έω, ΝΑ, και ῥιγείω Α
1. καταλαμβάνομαι από ρίγος, τρέμω, τουρτουρίζω
2. ανατριχιάζω, τρομάζω (α. «το δυνατό χτύπημα της πόρτας τον έκανε να ριγήσει» β. «κτύπησε μὲν Ζεὺς χθόνιος, αἱ δὲ παρθένοι ῥίγησαν», Σοφ.)
(αρχ)
1. ψυχραίνομαι, διστάζω
2. εγείρομαι ένοπλος («ἤδη νῡν Φοίνικες... ἐρρίγαντι», Θεόκρ.)
3. (μτβ. με αιτ.) φοβάμαι κάτι («οὔ τοι ἐγὼν ἔρριγα μάχην», Ομ. Ιλ.)
4. (με ενδοιαστική προτ.) φοβάμαι μήπως..
5. (με απρμφ.) φοβάμαι να κάνω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος. Ο ενεστ. τ. ῥιγέω είναι σπάνιος, ενώ αρχαιότερος και συχνότερος είναι ο τ. του παρακμ. ἔρριγα.