κροκόδειλος: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source
m (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)")
(1ba)
Line 16: Line 16:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κροκόδειλος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> (тж. κ. ὁ [[χερσαῖος]] Arst.) ящерица Her.;<br /><b class="num">2)</b> (тж. κ. ὁ [[ποτάμιος]] Arst.) крокодил Her. etc.;<br /><b class="num">3)</b> «крокодил» (вид софизма: крокодил обещает матери вернуть похищенного ребенка, если она отгадает его намерение; мать говорит: «ты не вернешь мне его»; крокодил доказывает, что, независимо от истинности или неистинности этого положения, он не должен вернуть ребенка, а мать доказывает, что в обоих случаях он должен вернуть его) Luc.
|elrutext='''κροκόδειλος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> (тж. κ. ὁ [[χερσαῖος]] Arst.) ящерица Her.;<br /><b class="num">2)</b> (тж. κ. ὁ [[ποτάμιος]] Arst.) крокодил Her. etc.;<br /><b class="num">3)</b> «крокодил» (вид софизма: крокодил обещает матери вернуть похищенного ребенка, если она отгадает его намерение; мать говорит: «ты не вернешь мне его»; крокодил доказывает, что, независимо от истинности или неистинности этого положения, он не должен вернуть ребенка, а мать доказывает, что в обоих случаях он должен вернуть его) Luc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κροκόδειλος]], ὁ,<br /><b class="num">1.</b> a [[lizard]], [[properly]] an ionic [[word]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> the [[Nile]]-[[lizard]], [[crocodile]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 19:00, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 1512] ὁ, 1) das Krokodil, die größte u. gefährlichste Nileidechse, Her. 2, 68 ff.; ὁ ποτάμιος, ὁ ἐν Αἰγύπτῳ, Arist. H. A. 1, 11. 2, 10; – nach Her. 2, 69 bedeutet es eigentlich jede Eidechse, daher ὁ κρ. χερσαῖος = Landeidechse, 4, 192; Arist. H. A. 5, 33. – 2) ein sophistischer Schluß, Rhett. Die ihm, u Grunde liegende Geschichte erzählt Luc. Vit. auct. 22.

Greek (Liddell-Scott)

κροκόδειλος: ὁ, σαύρα κυρίως λέξις Ἰωνική, Ἡρόδ. 2. 69· κρ. χερσαῖοι, μεγάλαι σαῦραι τῆς κεντρικῆς Ἀφρικῆς, ὁ αὐτ. 4. 192, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 320, Αἰλ. π. Ζ. 1. 58. 2) ἡ μεγίστη σαύρα τοῦ Νείλου, ὁ κροκόδειλος, ὁ καλούμενος ὑπὸ τῶν ἐπιχωρίων χάμψα, Ἡρόδ. 2. 68 κἑξ.· εὕρηται δὲ καὶ ἐν τῷ Ἰνδῷ, ὁ αὐτ. 4. 44· καλούμενος δὲ πρὸς διάκρισιν, ὁ κρ. ὁ ποτάμιος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 10, κτλ.· αὐξάνεται δὲ εἰς μῆκος δεκαεπτὰ πήχεων, αὐτόθι 5. 33, 5. ΙΙ. ὄνομα σοφίσματός τινος, ἴδε Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 1. 2, Βίων Πρᾶσιν 22· ὡσαύτως κροκοδειλίτης, ὁ, Ρήτορες (Walz) 4. 154., 7. 163· κροκοδείλινος λόγος Κλήμ. Ἀλ. 651· crocodilinae ambiguitates, ὡς τὸ κερατίναι, Κοϊντιλ.· ἴδε Menag. εἰς Διογ. Λ. 2. 108, Spald. εἰς Κοϊντιλ. 1. 10, 5.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 crocodile, animal ; κροκόδειλος χερσαῖος, sorte de grand lézard;
2 sorte de sophisme.
Étymologie: p.-ê. par dissimil. p. κροκόδειρος, litt. « à la peau jaunâtre », de κρόκος, δέρω.

Greek Monolingual

και κροκόδιλος και κορκόδειλος (AM κροκόδειλος και κορκόδειλος, Α και κροκόδιλος και κορκόδριλλος και κορκότιλος και κροκύδιλος)
σαρκοφάγο και μεγάλων διαστάσεων ερπετό της τάξης κροκοδείλια
αρχ.
διάφορα είδη σαύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κροκό-διλος πιθ. < κροκό-δριλος < κρόκη «χαλίκι» + δρῖλος «σκουλήκι», με ανομοίωση του -ρ- (πρβλ. φρατρία: φατρία). Κατ' άλλη άποψη, η λ. ανήκει στο προελλ. γλωσσικό υπόστρωμα. Πρόκειται για λ. ευρείας χρήσεως, που αρχικά σήμαινε «διάφορα είδη σαύρας» και κατέληξε αργότερα να δηλώνει τους κροκοδείλους τών ποταμών Νείλου και Ινδού. Το -ει- του τ. κροκόδειλος οφείλεται σε σφάλμα ιωτακισμού, ενώ ο σχηματισμός του τ. κορκόδειλος σε μετάθεση. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή crocodilus και απ' αυτήν διάφορες ευρωπ. γλώσσες (πρβλ. αγγλ. crocodile).
ΠΑΡ. κροκοδ(ε)ιλίζω
αρχ.
κροκοδιλέα, κροκοδίλεον, κροκοδιλιάς, κροκοδίλινος, κροκοδιλίτης
νεοελλ.
κροκοδείλιος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κροκοδιλοβοσκός, κροκοδιλόβρωτος, κροκοδιλόδηκτος, κροκοδιλοειδής, κροκοδιλοπάρδαλις, κροκοδιλοτάφιον].

Greek Monotonic

κροκόδειλος: ὁ,
1. σαυροειδές ερπετό, αρχικά Ιων. λέξη, σε Ηρόδ.
2. η σαύρα του Νείλου, ο κροκόδειλος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κροκόδειλος:
1) (тж. κ. ὁ χερσαῖος Arst.) ящерица Her.;
2) (тж. κ. ὁ ποτάμιος Arst.) крокодил Her. etc.;
3) «крокодил» (вид софизма: крокодил обещает матери вернуть похищенного ребенка, если она отгадает его намерение; мать говорит: «ты не вернешь мне его»; крокодил доказывает, что, независимо от истинности или неистинности этого положения, он не должен вернуть ребенка, а мать доказывает, что в обоих случаях он должен вернуть его) Luc.

Middle Liddell

κροκόδειλος, ὁ,
1. a lizard, properly an ionic word, Hdt.
2. the Nile-lizard, crocodile, Hdt.