ἅτε: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(1b)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἅτε:''' (ᾰ) conj. [n pl. к [[ὅστε]]<br /><b class="num">1)</b> (подобно тому) как, словно (ἅ. [[παρθένος]] ἠΐθεός τε Hom.; ἅ. [[ταῦρος]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> как, в качестве ([[Κύπρις]], ἅ. γένους [[προμάτωρ]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> так как, поскольку: ἅ. τῶν ὁδῶν φυλασσομένων Her. ввиду того, что дороги охранялись; ἅ. (δὴ) [[οὖν]] Plat. а так как.
|elrutext='''ἅτε:''' (ᾰ) conj. [n pl. к [[ὅστε]]<br /><b class="num">1)</b> (подобно тому) как, словно (ἅ. [[παρθένος]] ἠΐθεός τε Hom.; ἅ. [[ταῦρος]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> как, в качестве ([[Κύπρις]], ἅ. γένους [[προμάτωρ]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> так как, поскольку: ἅ. τῶν ὁδῶν φυλασσομένων Her. ввиду того, что дороги охранялись; ἅ. (δὴ) [[οὖν]] Plat. а так как.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[properly]] acc. pl. neut. of [[ὅστε]], used as Adv., [[just]] as, so as, Il., Hdt., Soph.<br /><b class="num">II.</b> in causal [[sense]], inasmuch as, [[seeing]] that, Lat. [[quippe]], with [[part]]., ἅτε ἔχων Hdt., Thuc., etc.; with gen. absol., ἅτε τῶν ὁδῶν φυλασσομένων [[quippe]] viae custodirentur, Hdt.; with the [[part]]. omitted, δίκτυα δοὺς [αὐτῶι], ἅτε θηρευτῆι [ὄντι] Hdt.
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅτε Medium diacritics: ἅτε Low diacritics: άτε Capitals: ΑΤΕ
Transliteration A: háte Transliteration B: hate Transliteration C: ate Beta Code: a(/te

English (LSJ)

properly acc. pl. neut. of ὅστε (as in Il.11.779, 22.127).    I just as, as if, so as, ἅ. σήριον ἄστρον prob. in Alcm.23.62, cf. Pi.O.1.2, P.4.30, Hdt.5.85, S.Aj.168 (lyr., s. v. l.); τιμᾶν τινα ἅ. ἱερόφαντιν Jul. Or.7.221c.    II causal, inasmuch as, seeing that, with part., ἅτε τὸν χρυσὸν ἔχων Hdt.1.154, cf. 102; Cratin.295, Ar.Pax623, Th.4.130, etc.: with gen. abs., ἅτε τῶν ὁδῶν φυλασσομένων Hdt.1.123, cf. Pl. Smp.223b, etc.:—with part. omitted, δίκτυα δοὺς [αὐτῷ] ἅτε θηρευτῇ [ὄντι] Hdt.1.123, etc.; ἅ. γένους προμάτωρ dub. in A.Th.140 (lyr.); ἅ. δή Hdt.1.171; ἅ. δὴ οὖν Pl.Prt.321b; ὡς ἅ. freq. in Olymp. in Mete.39.12, al.—Rare in Trag., and onlv in lyr.

French (Bailly abrégé)

conj.
1 comme, de même que;
2 comme, en tant que, attendu que :
• dev. un subst. ἄτε γένους προμάτωρ ESCHL comme premier auteur de la race;
• dev. un part. : ἄτε ὤν ou ἔχων HDT, THC comme étant, comme ayant;
• avec un gén. abs. : ἄτε τῶν ὁδῶν φυλασσομένων HDT attendu que les chemins sont gardés.
Étymologie: plur. neutre de ὅστε.

English (Autenrieth)

never as adv. in Homer, see ὅς τε.

English (Slater)

ἅτε v. ὅς τε.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ]
I compar. como, igual que ἅτε σήριον ἄστρον Alcm.1.62, ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον πῦρ ἅτε διαπρέπει Pi.O.1.2, ἐνδομάχας ἅτ' ἀλέκτωρ Pi.O.12.14, κτείνειν ἀλλήλους ἅτε πολεμίους Hdt.5.85, cf. 2.69, καὶ δίκτυα δοὺς ἅτε θηρευτῇ τῶν οἰκετέων τῷ πιστοτάτῳ Hdt.1.123, τώ μοι ἀναδραμέτην ἅτε κερκίδες Call.SHell.287.7, τοῦ θεοῦ τιμῶντος αὐτὴν ἅτε πρώτην ἱερόφαντιν Iul.Or.7.221b
ἅτε δή como ciertamente καὶ προὐτρέπετο αὐτόν, ἅτε δὴ βασιλέα, τὸν θησαυρὸν ἀνελέσθαι Aesop.83.3, ἅτε δὴ ἀνήκει ... γυναιξὶν ἐνδείκνυσθαι PLond.1711.37 (VI d.C.).
II causal puesto que, como que
1 sin part. καὶ Κύπρις, ἅτ' εἶ γένους προμάτωρ y Cipris, puesto que eres madre primera de la raza A.Th.140, καὶ ἅμα χρήματα μὴ ἐθέλειν εἰσφέρειν, ἅτε φιλοχρημάτους Pl.R.551e, ὁ δὲ Βορέας ἅτε ἀφ' ὑγρῶν τόπων ἀτμιδώδης Arist.Mete.358a35.
2 c. part. ἅτ' ἐχθρος ἐών Pi.P.2.84, ἅτε τὸν χρυσὸν ἔχων πάντα Hdt.1.154, ἅτε οὐκ ἀπόρρυτα ἐόντα Hp.Aër.7, cf. VC 12, οἱ δ' ἅτ' ὄντες αἰσχροκερδεῖς Ar.Pax 623, cf. Th.4.130, Pl.R.568b, Aesop.80
c. gen. abs. ἅτε τῶν ὁδῶν φυλασσομένων Hdt.1.123, cf. 171, Pl.Smp.223b, LXX 3Ma.1.29.

Greek Monotonic

ἅτε: κυρίως αιτ. πληθ. του ουδ. του ὅστε·
I. χρησιμ. ως επίρρ., όπως ακριβώς, έτσι ακριβώς, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Σοφ.
II. με αιτιολογική σημασία, καθόσον, επειδή, αφού, Λατ. quippe, με μτχ., ἅτε ἔχων, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· με γεν. απόλ., ἅτε τῶν ὁδῶν φυλασσομένων, Λατ. quippe viae custodirentur, σε Ηρόδ.· με τη μτχ. να παραλείπεται, δίκτυα δοὺς(αὐτῷ) ἅτε θηρευτῇ (ὄντι), στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἅτε: (ᾰ) conj. [n pl. к ὅστε
1) (подобно тому) как, словно (ἅ. παρθένος ἠΐθεός τε Hom.; ἅ. ταῦρος Soph.);
2) как, в качестве (Κύπρις, ἅ. γένους προμάτωρ Aesch.);
3) так как, поскольку: ἅ. τῶν ὁδῶν φυλασσομένων Her. ввиду того, что дороги охранялись; ἅ. (δὴ) οὖν Plat. а так как.

Middle Liddell


I. properly acc. pl. neut. of ὅστε, used as Adv., just as, so as, Il., Hdt., Soph.
II. in causal sense, inasmuch as, seeing that, Lat. quippe, with part., ἅτε ἔχων Hdt., Thuc., etc.; with gen. absol., ἅτε τῶν ὁδῶν φυλασσομένων quippe viae custodirentur, Hdt.; with the part. omitted, δίκτυα δοὺς [αὐτῶι], ἅτε θηρευτῆι [ὄντι] Hdt.