ἐπίουρος: Difference between revisions
m (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)") |
(1ab) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=See also: s. [[ὄρομαι]] | |etymtx=See also: s. [[ὄρομαι]] | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐπί-ουρος, ὁ,<br />an [[over]]-[[keeper]], a [[guardian]], [[watcher]], [[ward]], c. gen., ὑῶν [[ἐπίουρος]] Od., etc.; c. dat., Κρήτῃ ἐπ. [[guardian]] [[over]] [[Crete]], of [[Minos]], Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:35, 9 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A = οὖρος (B), guardian, watcher, ward, c.gen., ὑῶν ἐ. Od. 13.405; βοῶν Theoc.8.6,25.1; Οἰχαλίης A.R.1.87; ναυτιλίης v.l.in Id.4.652: less freq.c.dat., Μίνωα τέκε Κρήτῃ ἐ. Il.13.450; κρήνῃ A.R. 3.1180. II. wooden peg, pin, IG4.1484.63 (Epid.), Hero Aut.16.2, al., Hippiatr.26, Gp.10.61, prob.l.in Arist.Pr.915a11; nickname of Secundus (son of a joiner), Philostr.VS1.26: Lat. epiurus, Pall.Agr. 12.7.15, prob. in Sen.Ben.2.12, Aug.Civ.Dei 15.27, Isid.Etym.19.19.7: also ἐπίορος, Ath.Mitt.51.154 (Delos).
German (Pape)
[Seite 967] ὁ, der Wächter, = οὖρος, Homerisch das composit. statt des simpl., s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 107 seqq; Hom. Iliad. 13, 450 ὃς πρῶτον Μίνωα τέκε Κρήτῃ ἐπίουρον, alte Lesarten ἐπιοῦρον und Κρήτῃ ἔπι οὖρον, s. Scholl. Herodian.; Eumäus ὑῶν ἐπίουρος Odyss. 13, 405. 15, 39. – Ἐπίουρος βοῶν Theocr. 8, 6, φυτῶν 25, 1, βουκολίων Opp. Cyn. 1, 174, ναυτιλίης Ap. Rh. 4, 652, κρήνῃ 3, 1180. – Ein hölzerner Nagel, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίουρος: ὁ, ἐν χρήσει κατὰ πολὺ ὡς τὸ οὖρος (ὡς τὸ ἐπιβουκόλος καὶ ἐπιποιμήν, ἀντὶ βουκόλος, ποιμήν), φύλαξ, ἐπιστάτης, ἐπιμελητής, μετὰ γεν., ὑῶν ἐπίουρος, χοιροβοσκός, Ὀδ. Ν. 405, Ο. 39· βοῶν, φυτῶν Θεόκρ. 8. 6., 25. 1· ἐν Ἀπολλ. Ροδίῳ Δ. 652 διάφ. γραφὴ ἀντὶ ἐπίκουροι· σπανιώτερον μετὰ δοτ., Κρήτῃ ἐπ., φύλαξ τῆς Κρήτης, ἐπὶ τοῦ Μίνωος, Ἰλ. Ν. 450· κρήνῃ ἐπίουρον ἐόντα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1180. ΙΙ. μέρος ξύλου λῆγον εἰς ὀξύ, ἧλος ἐκ ξύλου, δᾳδὸς λιπαρᾶς ἐπίουρον Γεωπον. 10. 61, πρβλ. Φιλόστρ. 544, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
surveillant, gardien : ἐπίουρος ὑῶν OD porcher ; avec le dat. : Κρήτῃ ἐπίουρος IL gardien de la Crète (Minos).
Étymologie: ἐπί, οὖρος.
English (Autenrieth)
(οὖρος): guardian or watch over; Κρήτῃ, ‘ruler over’ Crete, Il. 13.450 ; ὑῶν, ‘chief swine-herd,’ Od. 13.405, Od. 15.39.
Greek Monolingual
ἐπίουρος, ὁ (AM)
μσν.
πάσσαλος
αρχ.
(με γεν. ή δοτ.) φύλακας, επιστάτης, επιμελητής (α. «ὑῶν ἐπίουρος», Ομ. Οδ.
β. «ἐπίουρε βοῶν», Θεόκρ
γ. «Μίνωα τέκε Κρήτῃ ἐπίουρον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ουρος < -ο -ορος (πρβλ. όρομαι «επιτηρώ, επιβλέπω», άλλος τ. αρχαϊκού ενεστώτα του ρ. ορώ, -άω)].
Greek Monotonic
ἐπίουρος: ὁ, επιστάτης, φύλακας, επιμελητής, φρουρός, με γεν., ὑῶν ἐπίουρος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με δοτ., Κρήτῃ ἐπ., φύλακας της Κρήτης, λέγεται για τον Μίνωα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίουρος: ὁ
1) страж (ὑῶν Hom.; βοῶν Theocr.);
2) хранитель: Κρήτῃ ἐ. Hom. = Μίνως.
Frisk Etymological English
See also: s. ὄρομαι
Middle Liddell
ἐπί-ουρος, ὁ,
an over-keeper, a guardian, watcher, ward, c. gen., ὑῶν ἐπίουρος Od., etc.; c. dat., Κρήτῃ ἐπ. guardian over Crete, of Minos, Il.