Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μονοφυής: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μονοφυής:''' ион. μουνοφυής 2 представляющий собой один кусок, не составной, сплошной (ὀδόντες Her.; σπλάγχνα Arst.).
|elrutext='''μονοφυής:''' ион. μουνοφυής 2 представляющий собой один кусок, не составной, сплошной (ὀδόντες Her.; σπλάγχνα Arst.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[φυή]<br />of [[single]] [[nature]], [[single]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 04:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοφῠής Medium diacritics: μονοφυής Low diacritics: μονοφυής Capitals: ΜΟΝΟΦΥΗΣ
Transliteration A: monophyḗs Transliteration B: monophyēs Transliteration C: monofyis Beta Code: monofuh/s

English (LSJ)

Ion. μουνο-, ές,

   A single, ὀδόντες Hdt.9.83; of bodily organs, τὰ μὲν μ. καθάπερ καρδία καὶ πλεύμων, τὰ δὲ διφυῆ καθάπερ νεφροί Arist.PA669b13; ἦτρον Id.HA493a19; opp. πολυσχιδής, Id.PA673b17 (Comp.); of trees or herbs, with a single stem, Thphr.HP2.6.9, Dsc.4.114; of mountains, with a single summit, Str.12.8.11.

German (Pape)

[Seite 206] ές, aus einem Wuchse, Arist., der part. anim. 3, 7 σπλάγχνα μονοφυῆ das Herz nennt, wie διφυῆ, die aus zwei Theilen bestehenden Nieren; Theophr.; auch compar. μονοφυέστερον, Ggstz von πολυσχιδές, Ar. ibd. 3, 12; – aus einem Stücke, Her. 9, 83, in ion. Form μουνοφυέες ὀδόντες. – Uebh. einfach. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μονοφυής: Ἰων. μουν-, ές, ἐκ μιᾶς φυῆς, μονοκόμματος, ἐφάνη δὲ καὶ γνάθος, καὶ τὸ ἄνω τῆς γνάθου, ἔχουσα ὀδόντας μονοφυέας ἐξ ὀστέου πάντας Ἡρόδ. 9. 83· οὕτως ἐπὶ τῶν σωματικῶν ὀργάνων, τὰ μὲν μ. καθάπερ καρδία καὶ πλεύμων, τὰ δὲ διφυῆ καθάπερ νεφροὶ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 7, 1· ἦτρον π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1· ἐπὶ δένδρων, ἔστι δὲ ὁ φοίνιξ ὡς μὲν ἁπλῶς εἰπεῖν μονοστέλεχες καὶ μονοφυὲς Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 9.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui est simple de sa nature, qui ne se compose pas de parties distinctes;
2 qui est d’un seul bloc.
Étymologie: μόνος, φύω.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ μονοφυής, -ές, ιων. μουνοφυής)
νεοελλ.
(για φυτά) αυτός που έχει βλαστό χωρίς κλαδιά και με ένα άνθος μόνο στην κορυφή, όπως π.χ. η παπαρούνα
μσν.
αυτός που έχει μία φύση, μία μορφή ή μία καταγωγή («ὡς ἕνα καὶ μονοφυῆ ἄνθρωπον», Ευστ.)
αρχ.
1. (για δέντρα) αυτός που έχει μία ρίζα ή έναν βλαστό, μονόρριζος
2. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο τεμάχιο, μονοκόμματος
3. (για τα σπλάγχνα) ένας και μόνο, μοναδικός («τὰ μὲν μονοφυῆ καθάπερ καρδία καὶ πλεύμων, τὰ δὲ διφυῆ καθάπερ νεφροί», Αριστοτ.)
4. (για βουνό) αυτός που έχει μία κορυφή, μονοκόρυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. μεγαλο-φυής].

Greek Monotonic

μονοφυής: (φυή), Ιων. μουν-, -ές, μοναδικής ιδιοσυστασίας, μοναδικός, ξεχωριστός, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

μονοφυής: ион. μουνοφυής 2 представляющий собой один кусок, не составной, сплошной (ὀδόντες Her.; σπλάγχνα Arst.).

Middle Liddell

[φυή]
of single nature, single, Hdt.