βαναυσία: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
(1a)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[βάναυσος]]<br />[[handicraft]], the [[practice]] of a [[mere]] [[mechanical]] art, Hdt.
|mdlsjtxt=[from [[βάναυσος]]<br />[[handicraft]], the [[practice]] of a [[mere]] [[mechanical]] art, Hdt.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βαναυσία]] -ας, ἡ [[βάναυσος]]<br /><b class="num">1.</b> handwerk, ambacht, vak :. τούτων βαναυσίης οὐδεὶς δεδάηκε [[οὐδέν]] niemand van hen (de ridderklasse) heeft enig vak geleerd Hdt. 2.165.<br /><b class="num">2.</b> overdr. platheid, vulgariteit :. [[μετὰ]] βαναυσίης ἀπατέοντες terwijl ze met hun vulgariteit (mensen) bedriegen Hp. Dec. 2.6.
}}
}}

Revision as of 06:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰναυσία Medium diacritics: βαναυσία Low diacritics: βαναυσία Capitals: ΒΑΝΑΥΣΙΑ
Transliteration A: banausía Transliteration B: banausia Transliteration C: vanafsia Beta Code: banausi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A handicraft, Hdt.2.165, Pl.R.590c, etc.    II the habits of a mere artisan, vulgarity, bad taste, Arist.EN1107b19, Pol. 1317b41, UPZ62.3 (ii B. C.).    2 quackery, charlatanism, Hp.Morb. Sacr.18.

German (Pape)

[Seite 431] ἡ, das Handwerk, Her. 2, 165; vgl. 177 u. βάναυσος, Poll. 1, 50; das Handwerksmäßige, Mechanische, Geistlose, Gemeine, β. ἦθος ἀποτρέπει ἐλεύθερον Plat. Legg. V, 741 e; vgl. Rep. IX, 590 c; der παιδεία entgegengesetzt Arist. Pol. 6, 2; als ὑπερβολὴ μεγαλοπρεπείας bezeichnet, Eth. Nic. 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰναυσία: ἡ, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ βαναύσου, ἤτοι ἁπλοῦ ἐργάτου ἐργαζομένου μηχανικὴν ἐργασίαν ἄνευ ἐνεργείας τοῦ πνεύματος, ὡς τὰ χειρωναξία καὶ τέχνη, Ἡρόδ. 2.165, πρβλ. 167, κτλ. ΙΙ. ὁ βίος, αἱ ἕξεις καὶ ὁ τρόπος τοῦ ἁπλοῦ ἐργάτου, ἀγροικία, ἔλλειψις ἀνατροφῆς, τρόπων, αἰσθήματος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 6., 4.2, 4, πρβλ. Πολ.6.2, 7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
travail manuel ; habitudes d’un artisan, vulgarité.
Étymologie: βάναυσος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): βαναυσίη Hp.Morb.Sacr.18.6, Decent.2, 5
1 artesanía, trabajo manual τούτων βαναυσίης οὐδεὶς δεδάηκε οὐδέν ninguno de ellos ha aprendido oficio manual alguno Hdt.2.165, βαναυσία καὶ χειροτεχνία la artesanía y el trabajo manual Pl.R.590c, βαναυσία ἦθος ἀποτρέπει ἐλεύθερον Pl.Lg.741e
esp. del trabajo manual de los broncistas y orfebres, Hsch.
2 hábitos de artesano, vulgaridad, mal gusto de las características de la democracia ἀγένεια, πενία, βαναυσία bajo nacimiento, pobreza, vulgaridad Arist.Pol.1317b41, περὶ τὰ χρήματα ... ὑπερβολὴ δὲ ἀπειροκαλία καὶ βαναυσία respecto del dinero ... el exceso es la extravagancia y la vulgaridad Arist.EN 1107b19, Hsch., cf. Hp.Decent.5, UPZ 62.3 (II a.C.), Aq.Ib.41.26
prob. tb. negligencia οἱ εὐχόμενοι μετὰ βαναυσίας los que oran con negligencia Chrys.M.52.458, Hsch.
3 charlatanería ἄνευ καθαρμῶν καὶ μαγίης καὶ πάσης τῆς τοιαύτης βαναυσίης sin purificaciones ni magia ni toda esa charlatanería Hp.Morb.Sacr.18.6.

Greek Monolingual

βαναυσία, η (Α) βάναυσος
Ι. χειρωναξία
2. συνεκδ. τρόπος συμπεριφοράς του χειρώνακτος, έλλειψη ανατροφής και καλών τρόπων, αμορφωσιά
3. αγυρτεία, τσαρλατανισμός.

Greek Monotonic

βᾰναυσία: ἡ, χειρωνακτική εργασία, επάγγελμα του απλού εργάτη που ασκεί απλώς μηχανική εργασία χωρίς συνέργεια του πνεύματος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

βᾰναυσία: ион. βᾰναυσίη ἡ
1) ремесло, ручной труд Her.;
2) некультурность, пошлость, грубость Plat., Arst.

Middle Liddell

[from βάναυσος
handicraft, the practice of a mere mechanical art, Hdt.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαναυσία -ας, ἡ βάναυσος
1. handwerk, ambacht, vak :. τούτων βαναυσίης οὐδεὶς δεδάηκε οὐδέν niemand van hen (de ridderklasse) heeft enig vak geleerd Hdt. 2.165.
2. overdr. platheid, vulgariteit :. μετὰ βαναυσίης ἀπατέοντες terwijl ze met hun vulgariteit (mensen) bedriegen Hp. Dec. 2.6.