ἀμελής: Difference between revisions
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ές (Α [[ἀμελής]])<br />αυτός που δεν φροντίζει, που παραμελεί, που αδιαφορεί για τους άλλους ή τα προβλήματά του, [[αδιάφορος]], [[αμέριμνος]], [[ανέμελος]], [[ράθυμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός, για τον οποίο δεν φροντίζει [[κανείς]], ο παραμελημένος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀμελῶς ἔχω [[πρός]] τι», [[παραμελώ]], [[αδιαφορώ]] «οὐκ ἀμελὲς ἐστί μοι» <span style="color: red;">+</span> [[απαρέμφατο]], [[είμαι]] [[πρόθυμος]] να..., [[ενδιαφέρομαι]] να...<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μέλω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμέλεια]], <i>ἀμελῶ</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ές (Α [[ἀμελής]])<br />αυτός που δεν φροντίζει, που παραμελεί, που αδιαφορεί για τους άλλους ή τα προβλήματά του, [[αδιάφορος]], [[αμέριμνος]], [[ανέμελος]], [[ράθυμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός, για τον οποίο δεν φροντίζει [[κανείς]], ο παραμελημένος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀμελῶς ἔχω [[πρός]] τι», [[παραμελώ]], [[αδιαφορώ]] «οὐκ ἀμελὲς ἐστί μοι» <span style="color: red;">+</span> [[απαρέμφατο]], [[είμαι]] [[πρόθυμος]] να..., [[ενδιαφέρομαι]] να...<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μέλω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμέλεια]], <i>ἀμελῶ</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀμελής]], -ές (Α) [[μέλος]]<br />ο [[χωρίς]] [[μέλος]], ο μη [[μελωδικός]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:15, 10 January 2019
English (LSJ)
(A), [ᾰ], ές, (μέλει)
A careless, negligent, Ar.Lys.882, X.Mem.2.6.19; φιλοπότης τε κἀμελής Eup.208; ἀργὸς . . καὶ ἀ. Pl.R.421d, etc. Adv. -λῶς carelessly, Th.6.100: Comp. -έστερον Id.2.11; -εστέρως Aen.Tact. 26.8. 2 c. gen., careless of... Pl.Sph.225d, etc.; περί τινα Isoc. 19.32. Adv., ἐάν τις γονέων -έστερον ἔχῃ τοῦ δέοντος Pl.Lg.932a; ἀμελῶς ἔχειν πρός τι X.Oec.2.7; περὶ θεούς Id.Cyr.1.2.7. 3 c. inf., οὐκ ἀ. ποιεῖν not negligent in doing, Plu.2.64f. II Pass., uncared for, unheeded, οὐδενὶ τούτων ἀ. X.HG6.5.41, cf. D.50.15; οὐκ ἀμελὲς γεγένηταί μοι, c. inf., I have taken pains to... Luc.Dips.9.
ἀμελ-ής (B), ές, (μέλος)
A unmelodious, φωνή Poll.2.117.
German (Pape)
[Seite 121] ές (μέλει), 1) sorglos, unbekümmert, neben ἀργός Plat. Rep. IV, 421 d; τινός, um etwas, τῶν κακῶν, σμικρῶν Conv. 197 d; Legg. X, 901 d; ἀμελέστερος Xen. Cyr. 7, 5, 22; ἀμελέστερον ἐπορεύετο Hell. 7, 8, 36. – 2) pass. vernachlässigt, Xen. Hell. 6, 5, 41; Dem. 50, 15; οὐκ ἀμελὲς γεγένηταί μοι, ich habe mich darum gekümmert, Luc. Dips. 9; ἀμελές ἐστί μοι περί τινος Dio Chrys. 1, 200. – Adv. ἀμελῶς, z. B. ἔχειν, sorglos sein, Plat. Legg. XI, 932 a; τινός, sich um etwas nicht kümmern; περί τι Xen. Cyr. 1, 2, 7; πρός τι Oec. 2, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμελής: [ᾰ], ές, (μέλει) = ἀμελής, ὀλίγωρος, ἀπρόσεκτος, ἀδιάφορος, Ἀριστοφ. Λυσ. 882, Ξεν. Ἀπομ. 2. 6, 19· φιλοπότης τε κἀμελὴς Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 10· ἀργὸς... καὶ ἀμ. Πλάτ. Πολ. 421D, κτλ.: - οὕτως ἐν ἐπιρρ. -λῶς = ἀμελῶς, ὀλιγώρως, Θουκ. 6. 100. Συγκρ. -έστερον ὁ αὐτ. 2.11. 2) μ. γεν., ὁ ἀμελῶν τινος, ἀδιαφορῶν πρός τι, Πλάτ. Σοφ. 225D, κτλ.: περί τινα Ἰσοκρ. 391Α: - οὕτως ἐν ἐπιρρ., ἀμελῶς ἔχειν τινὸς Πλάτ. Νόμ. 932Α: πρός τι Ξεν. Οἰκ. 2. 7: περί τινα ὁ αὐτ. Κύρ. Παιδ. 1. 2, 7. 3) μετ’ ἀπαρ., οὐκ ἀμελὴς ποιεῖν, οὐχὶ ἀμελὴς εἰς τὸ ἐκτελεῖν Πλούτ. 2. 64F. ΙΙ. παθ., ὁ περὶ οὗ δὲν φροντίζει τις, παρημελημένος, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5. 41. 2) οὐκ ἀμελὲς ἐστί μοι, μετ’ ἀπαρ., εἶμαι πρόθυμος νὰ..., ἐνδιαφέρομαι νὰ... Λουκ. περὶ τῶν Διψάδων 9.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui ne s’inquiète pas de, négligent;
2 négligé.
Étymologie: ἀ, μέλει.
Spanish (DGE)
-ές
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1de pers. despreocupado, descuidado, negligente κακὸς μὲν οὐκ ἦν, φιλοπότης δὲ κἀμελής Eup.208, ἀ. αὐτῷ πατήρ ἐστιν Ar.Lys.882, ἀργὸς δὲ καὶ ἀ. Pl.R.421d, πῶς γὰρ ἂν ἢ ... ἀμελεῖς ἢ ... ἀκρατεῖς ἄνθρωποι δύναιντο φίλοι γενέσθαι; X.Mem.2.6.19, εἰ οἷόν τέ ἐστιν ἀμελῆ αὐτὸν ὄντα ἄλλους ποιεῖν ἐπιμελεῖς X.Oec.12.17, ἀ. καὶ κακὴ περὶ αὐτὸν ἐγένετο Isoc.19.32, ἀξιοῦσι ... εἶναι ... μηδὲν φαυλοτέρους τοὺς ἀμελεῖς τῶν πονεῖν ἐθελόντων pretenden que los perezosos no sean inferiores a los que quieren trabajar Isoc.15.200, συνεχῶς μὲν ἐμπιπλάμενος ἀ. γίνεται ἄνθρωπος Antiph.271, πρὸς τὸν ἀμελῆ καὶ ἀπαίδευτον Plu.2.34d, ἐκκαθᾶραι λογισμὸν οὐκ ἀμελής Plu.2.64f, μή ποτ' οὖν ... ἀμελεῖς γίνεσθε Arr.Epict.2.6.2
•de cosas y neutr. descuidado, no vigilado διαίτης γενομένης ἀμελέος Hp.Epid.3.17.3, ὁρῶντες τὰ δὲ τῆς πόλεως ἀμελῆ, τὰ δὲ τῶν συμμάχων ἄπορα D.50.15, τὸ ... ἀ. καὶ ῥᾳθυμον τῆς οἰκοδομίας I.AI 11.20, οὐκ ἀμελὲς γεγένηταί μοι no ha sido abandonado por mí Luc.Dips.9, cf. Paus.9.2.2, ἀμελὲς ποιῆσαί τι (por culpa de la vejez) cometer un descuido D.C.69.20.4, οὐδὲν γάρ μοι ὑμετέρων ἀμελές ἐστιν nada de lo vuestro me resulta indiferente D.C.41.28.3
•tb. en compar. ἀμελεστέραν ἔτι καὶ παιδικὴν ἔχουσι τὴν γνώμην Sor.66.14
•en compar. neutr. como adv. descuidadamente, sin cuidado o precisión οὔκουν χρὴ ... ἀμελέστερόν τι παρεσκευασμένους χωρεῖν no hay que avanzar con una preparación un tanto descuidada Th.2.11, ἀμελέστερον ἐπορεύετο X.HG 4.8.36, οἱ μὲν ἀρχαῖοι ἀμελέστερον ἐμέτρουν los antiguos medían sin precisión Hero Metr.1.30 (p.72.29), ἀμελέστερον ... προσεδρεύων D.C.43.39.3, οὐδὲν ἀμελέστερον ποιεῖ PGiss.79.2.9 (II a.C.).
2 en sent. act., c. gen. que se despreocupa de, que descuida, despreocupado ἀμελὴς κακῶν op. ἐπιμελὴς ἀγαθῶν Pl.Smp.197d, ἀμελεῖς (los dioses) τῶν σμικρῶν Pl.Lg.901d, τὸ ... ἀμελὲς τῶν οἰκείων Pl.Sph.225d, τοῦ χαρίζεσθαι αὐτῷ οὐκ ἀ. X.Cyr.8.3.5, tb. en compar. οὐ μέντοι ἀμελέστεροί γε τῶν προσταττομένων (los hombres castrados) no se preocupan menos de lo que se les ordena X.Cyr.7.5.63
•tb. neutr. como adv. ἐάν τις ... γονέων ἀμελέστερον ἔχῃ τοῦ δέοντος si alguien se preocupa por sus padres menos de lo debido Pl.Lg.932a.
3 que no debe preocupar, que carece de interés οὐδενὶ γὰρ τούτων ἀμελές para ninguno de éstos es una cuestión sin interés X.HG 6.5.41.
II adv. ἀμελῶς, compar. ἀμελεστέρως despreocupada, descuidadamente ἔχειν X.Oec.2.7, Cyr.1.2.7, D.S.12.49, PMil.Vogl.11.6 (II a.C.), ζητεῖν Pl.Lg.874a, φυλάσσειν Th.6.100, διελθεῖν Isoc.12.130, βεβιωκέναι Isoc.15.308, τινὰς τῶν προφυλασσόντων ἀμελεστέρως διακειμένους Aen.Tact.26.8, ἀγάλματα ... τοῖς μὲν θεοῖς ἀμελῶς, τοῖς δὲ ἀνθρώποις ἐπιμελῶς συντελούμενα Hyp.Epit.21, ἐπικατάρατος ὁ ποιῶν τὰ ἔργα τοῦ κυρίου ἀμελῶς LXX Ie.31.10, τῶν ... ἀμελῶς προστάντων τοῦ κοινῇ συμφέροντος I.AI 5.90, ἀμελῶς φυλάσσεις I.AI 6.315, ἀ. τοῖς τείχεσι προσιών D.C.Epit.8.6.2, ἀμελῶς ... πραγματεύειν PSI 425.13 (III a.C.), ἀναστραφῆναι PFlor.384.87 (V a.C.).
-ές
no melodioso φωνή Poll.2.117, θρῆνος ἀ. καὶ ἄμουσος Sch.A.Pers.935 (p.498).
Greek Monolingual
(I)
-ές (Α ἀμελής)
αυτός που δεν φροντίζει, που παραμελεί, που αδιαφορεί για τους άλλους ή τα προβλήματά του, αδιάφορος, αμέριμνος, ανέμελος, ράθυμος
αρχ.
1. αυτός, για τον οποίο δεν φροντίζει κανείς, ο παραμελημένος
2. φρ. «ἀμελῶς ἔχω πρός τι», παραμελώ, αδιαφορώ «οὐκ ἀμελὲς ἐστί μοι» + απαρέμφατο, είμαι πρόθυμος να..., ενδιαφέρομαι να...
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μέλω.
ΠΑΡ. ἀμέλεια, ἀμελῶ].
(II)
ἀμελής, -ές (Α) μέλος
ο χωρίς μέλος, ο μη μελωδικός.
Greek Monotonic
ἀμελής: [ᾰ], -ές (α- στερητικό και μέλει), απρόσεκτος, αμελής, αδιάφορος, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -λῶς, απρόσεκτα, σε Θουκ.· συγκρ. -έστερον, στον ίδ.
2. με γεν., αδιάφορος για κάτι, σε Πλάτ. κ.λπ.· περί τινα, σε Ισοκρ.· επίρρ. ἀμελῶς ἔχειν, είμαι απρόσεκτος, πρός τι ή περί τινα, σε Ξεν.
II. Παθ., παραμελημένος, περιθωριοποιημένος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμελής:
1) беззаботный, беспечный; невнимательный, небрежный (Arph., Xen.; ἀ. τινος Plat. и περί τινα Isocr.): οὐ ἀ. ποιεῖν τι Plut. заботящийся о чем-л.;
2) оставленный без внимания, находящийся в пренебрежении: οὐδενὶ ἀ. Xen. составляющий предмет всеобщей заботы; οὐκ ἀμελς γεγένηταί μοι εἰδέναι Luc. я не преминул изучить.
Middle Liddell
[α privat.,, μέλει
I. careless, heedless, negligent, Ar., Xen., etc.:—adv. ἀμελῶς, carelessly, Thuc.; comp. ἀμελέστερον, Thuc.
2. c. gen. careless of a thing, Plat., etc.; περί τινα Isocr.:—adv., ἀμελῶς ἔχειν to be careless, πρός τι πρός τι Xen.
II. pass. uncared for, unheeded, Xen.