φειδωλός: Difference between revisions
(1b) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[φειδωλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός, Α<br /><b>1.</b> αυτός που διαθέτει ή καταναλώνει [[κάτι]] με [[σύνεση]] και [[μέτρο]], [[οικονόμος]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) τσιγκούνης, [[φιλάργυρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό / [[φειδωλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός, Α<br /><b>1.</b> αυτός που διαθέτει ή καταναλώνει [[κάτι]] με [[σύνεση]] και [[μέτρο]], [[οικονόμος]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) τσιγκούνης, [[φιλάργυρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[φειδωλός]]<br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους υμενόπτερων εντόμων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που παρέχει [[κάτι]] με [[δυσκολία]] («ο [[καθηγητής]] μας [[είναι]] πολύ [[φειδωλός]] στους επαίνους»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευσπλαγχνικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φειδωλόν</i><br />τσιγκουνιά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φειδωλώς]] / <i>φειδωλῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>φειδωλά Ν</i><br />με [[φειδώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φείδ</i>-<i>ομαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωλός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἁμαρτ</i>-<i>ωλός</i>), <b>βλ.</b> και λ. [[φειδωλή]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:25, 14 January 2019
English (LSJ)
ή, όν, also ός, όν Ar.Nu.421 (anap.), Lys.1.7:—
A sparing, thrifty, and as Subst., niggard, miser, Ar. Pl.237, Eup.154, Democr.228, Pl.R.554a, al.; φ. γαστήρ Ar.Nu. l.c.; φ. γλῶσσα a niggard tongue, i.e. sparing of words, Hes. Op. 720: c. gen., φ. χρημάτων Pl.R.548b; τόξων Anon.Trop.p.209 S. (cf. φειδωλία 11); φ. περί τινα Eus.Mynd.6; τὸ φ. αὐτοῦ τῆς ψυχῆς Pl.R.560c; τὸ φ. ἐν δαπάναις Plu.Galb.3; θνητά τε καὶ φ. οἰκονομοῦσα pursuing earthly and niggardly practices, Pl.Phdr.256e; φ. μέτρῳ Alciphr.3.57 (nisi leg. Φειδωνίῳ, cf. sq. 11). Adv., τεθραμμένος . . ἀπαιδεύτως τε καὶ φειδωλῶς Id.R.559d. II merciful, PMag.Leid.V.9.3.
German (Pape)
[Seite 1260] bei den Att. auch zweier Endgn, wie Lys. 1, 7, – schonend, sparsam, karg; γλῶσσα, wortkarg, Hes. O. 722; Ar. Nubb. 420 Plut. 237; Plat. Rep. VIII, 554 a u. öfter; χρημάτων 548 e; τεθραμμένος ἀπαιδεύτως καὶ φειδωλῶς 559 d.
Greek (Liddell-Scott)
φειδωλός: -ή, -όν, καὶ ός, ὸν Ἀριστοφ. Νεφ. 420, Λυσίας 92. 23 (ἀλλὰ τοῦτο φαίνεται ἐφθαρμένον)· ― καὶ ὡς οὐσιαστικ., ὁ φιλάργυρος, Ἀριστοφ. Πλ. 237· ἐκεῖνος ἧν φειδωλός, ὃς ἐπὶ τοῦ βίου... τριχίδας ὠψώνησ’ ἅπαξ Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 16, Πλάτ. Πολ. 554A, κ. ἀλλ.· φ. γαστὴρ Ἀριστοφ. Νεφ. 420· φ. γλῶσσα, μὴ λαλοῦσα πολλά, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 718· ― μετὰ γεν., φ. χρημάτων Πλάτ. Πολ. 548B· ὡσαύτως, φ. περί τι Εὐσ. παρὰ Στοβ. (ἐν ἐπιγρ.) 4. 104· ― τὸ φ. αὐτοῦ τῆς ψυχῆς Πλάτ. Πολ. 560C· τὸ φ. ἐν δαπάναις Πλουτ. Γάλβ. 3· θνητά τε καὶ φ. οἰκονομοῦσα, ἐπιδιώκουσα ἀσχολίας γηΐνας καὶ φιλαργύρους, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 256E. ― Ἐπίρρ., τεθραμμένος... ἀπαιδεύτως τε καὶ φειδωλῶς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 559D.
French (Bailly abrégé)
ή ou ός, όν :
économe, ménager : τὸ φειδωλόν parcimonie ; en mauv. part avare.
Étymologie: φείδομαι.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φειδωλός, -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός, Α
1. αυτός που διαθέτει ή καταναλώνει κάτι με σύνεση και μέτρο, οικονόμος
2. (κατ' επέκτ.) τσιγκούνης, φιλάργυρος
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο φειδωλός
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους υμενόπτερων εντόμων
2. μτφ. αυτός που παρέχει κάτι με δυσκολία («ο καθηγητής μας είναι πολύ φειδωλός στους επαίνους»)
αρχ.
1. ευσπλαγχνικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φειδωλόν
τσιγκουνιά.
επίρρ...
φειδωλώς / φειδωλῶς, ΝΜΑ, και φειδωλά Ν
με φειδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φείδ-ομαι + επίθημα -ωλός (πρβλ. ἁμαρτ-ωλός), βλ. και λ. φειδωλή.
Greek Monotonic
φειδωλός: -ή, -όν και -ός, -όν, φειδωλός, οικονομικός, και ως ουσ. φιλάργυρος, τσιγγούνης, σε Αριστοφ., Πλάτ.· φειδωλὴ γλῶσσα, φειδωλή (φτωχή) γλώσσα, σε Ησίοδ.· με γεν., φειδωλὸς χρημάτων, σε Πλάτ.· τὸ φειδωλόν = φειδώ, στον ίδ.· επίρρ. -λῶς, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
φειδωλός: и 2 бережливый, экономный или скупой: οἰκονόμος καί φ. Lys. домовитый и бережливый; φ. χρημάτων Plat. расчетливо тратящий деньги; φειδωλὴ γλῶσσα Hes. скупая речь, немногословность; φ. γαστήρ Arph. жизнь впроголодь - см. тж. φειδωλόν.
Middle Liddell
φειδωλός, ή, όν
sparing, thrifty, and as Subst. a niggard, miser, Ar., Plat.; φ. γλῶσσα a niggard tongue, Hes.:—c. gen., φ. χρημάτων Plat.; τὸ φειδωλόν = φειδώ, Plat.:—adv. -λῶς, Plat.