σιτηρός: Difference between revisions
ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ά, -ό / [[σιτηρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ<br /><b>βοτ.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[σιτηρά]]<br />τα καλλιεργούμενα είδη [[φυτών]], που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] [[αγρωστώδη]], όπως [[είναι]] το [[σιτάρι]], η [[σίκαλη]], το [[κριθάρι]], το [[ρύζι]], ο [[αραβόσιτος]] κ.ά., [[καθώς]] και οι εδώδιμοι αμυλούχοι καρποί τών [[φυτών]] αυτών, αλλ. [[δημητριακά]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σιτάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> παρασκευασμένος από [[σιτάρι]]<br /><b>2.</b> [[εδώδιμος]], [[φαγώσιμος]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ά, -ό / [[σιτηρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ<br /><b>βοτ.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[σιτηρά]]<br />τα καλλιεργούμενα είδη [[φυτών]], που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] [[αγρωστώδη]], όπως [[είναι]] το [[σιτάρι]], η [[σίκαλη]], το [[κριθάρι]], το [[ρύζι]], ο [[αραβόσιτος]] κ.ά., [[καθώς]] και οι εδώδιμοι αμυλούχοι καρποί τών [[φυτών]] αυτών, αλλ. [[δημητριακά]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σιτάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> παρασκευασμένος από [[σιτάρι]]<br /><b>2.</b> [[εδώδιμος]], [[φαγώσιμος]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[σιτηρά]]<br />ο [[δασμός]] του σιταριού<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[καρπὸς]] ὁ [[σιτηρός]]» — τα [[σιτηρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μοχθ</i>-<i>ηρός</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:25, 14 January 2019
English (LSJ)
ά, όν,
A of corn, τὰ σ. γεύματα food made from corn, Hp. Acut.10; σ. μέτρα corn measures, Arist.EN1135a2; μέδιμνος σ. IG22.1013.27; σιτηρά, ἡ, tax on corn, ib.1707.6, BGU1742.16, 1743.13 (i B.C.). II fit for food, eatable, Xenocr. ap. Orib.2.58.47. III καρπὸς ὁ σ. cereals, Thphr.Vent.13; so τὰ σ.,= τὰ σιτώδη, opp. ζῷα, λάχανα, Id.HP1.10.7, 8.2.3, Dsc.3 Prooem.
German (Pape)
[Seite 885] 1) zum Getreide gehörig; μέτρα, Getreidemaaße, Arist. Eth. 5, 7; μέδιμνος, Inscr. 123; ἀγγεῖα, Getreidegefäße, Sp. – 2) zur Beköstigung, zum Proviant gehörig, eßbar, Sp. – 3) τὰ σιτηρά, die Getreidearten, die zum Getreide gerechneten Feldfrüchte, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτηρός: -ά, -όν, (σῖτος) ὁ ἐκ σίτου, τὰ σ. γεύματα, τροφὴ παρασκευαζομένη ἐκ σίτου, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385· - μέτρα σ., μέτρα διὰ τὸν σῖτον, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 7, 5· μέδιμνος σ. Συλλ. Ἐπιγρ. 123, 27. ΙΙ. ὁ πρὸς τροφὴν κατάλληλος, ἐδώδιμος, Ξενοκρ. π. Ἐνυδρ. 41. ΙΙΙ. καρπὸς ὁ σ., σῖτος ἢ σιτηρὰ παντὸς εἴδους, γεννήματα, Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 13· οὕτω, τὰ σιτηρὰ = τὰ σιτώδη, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ζῷα, λάχανα, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 7, Διοσκ. 3 ἐν προοιμ.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
de blé, qui concerne le blé.
Étymologie: σῖτος.
Greek Monolingual
-ά, -ό / σιτηρός, -ά, -όν, ΝΜΑ
βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιτηρά
τα καλλιεργούμενα είδη φυτών, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια αγρωστώδη, όπως είναι το σιτάρι, η σίκαλη, το κριθάρι, το ρύζι, ο αραβόσιτος κ.ά., καθώς και οι εδώδιμοι αμυλούχοι καρποί τών φυτών αυτών, αλλ. δημητριακά
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σιτάρι
αρχ.
1. παρασκευασμένος από σιτάρι
2. εδώδιμος, φαγώσιμος
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ σιτηρά
ο δασμός του σιταριού
4. φρ. «καρπὸς ὁ σιτηρός» — τα σιτηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + επίθημα -ηρός (πρβλ. μοχθ-ηρός)].
Greek Monotonic
σῑτηρός: -ά, -όν, αυτός που παρασκευάζεται από σιτηρά, δημητριακός, μέτρασιτηρά, μέτρα (σταθμά) για το ζύγισμα των σιτηρών, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
σῑτηρός: хлебный, предназначенный для хлеба в зерне (μέτρα Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτηρός -ά -όν [σῖτος] van graan, koren-:. μέτρα σιτηρά korenmaten Aristot. EN 1135a2.