ἀγροιώτης: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(1a) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀγροιώτης:''' <b class="num">I</b> дор. ἀγροιώτας, ου adj. m и f деревенский, сельский ([[ἀνέρες]], βουκόλοι Hom.; ποιμένες Hes.; θεαί Theocr.).<br /><b class="num">II</b> ου ὁ (с бран. оттенком) мужик Arst. | |elrutext='''ἀγροιώτης:'''<br /><b class="num">I</b> дор. ἀγροιώτας, ου adj. m и f деревенский, сельский ([[ἀνέρες]], βουκόλοι Hom.; ποιμένες Hes.; θεαί Theocr.).<br /><b class="num">II</b> ου ὁ (с бран. оттенком) мужик Arst. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt== [[ἀγρότης]] I]<br /><b class="num">I.</b> a [[countryman]], Hom., Hes., etc.<br /><b class="num">II.</b> as adj. [[rustic]], Anth. [[ἀγρόμενος]], epic aor2 [[part]]. [[pass]]. of [[ἀγείρω]]. | |mdlsjtxt== [[ἀγρότης]] I]<br /><b class="num">I.</b> a [[countryman]], Hom., Hes., etc.<br /><b class="num">II.</b> as adj. [[rustic]], Anth. [[ἀγρόμενος]], epic aor2 [[part]]. [[pass]]. of [[ἀγείρω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 31 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = ἀγρότης 1, Hom. always in nom. pl., ἀνέρες ἀγροιῶται Il.11.549; βουκόλοι ἀ. Od.11.293; λαοὶ ἀ Il.11.676; νήπιοι ἀ. Od. 21.85; ποιμένας ἀ. Hes.Sc.39; sg., Ar.Th.58:—fem. ἀγροιῶτις, ἡ, (perh. as Adj., cf. 11) Sapph.70. II as Adj., rustic, Πρίηπος AP6.22 (Zon.), ὕλη 7.411 (Diosc.); wild, Numen. ap. Ath.371c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγροιώτης: -ου, ὁ = ἀγρότης Ι, Ὅμ., ὅστις ἀείποτε μεταχειρίζεται τήν ὀνομ. πληθ., ἀνέρες ἀγροιῶται, Ἰλ. Λ. 549· βουκόλοι ἀγρ., Ὀδ. Λ. 293· λαοί ἀγροιῶται, Ἰλ. Λ. 676· ἄνευ οὐσιαστ., νήπιοι ἀγρ., Ὀδ. Φ. 85· οὕτω, ποιμένας ἀγροιώτας, Ἡσ. Ἀσπ. 39· καθ’ ἑνικ., ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 58: - θηλ. ἀγροιῶτις, ἡ, Σαπφ. 70. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἐκ τοῦ ἀγροῦ, ἀγροτικός, Ἀνθ. Π. 6. 22., 7. 411: ἄγριος, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 371C.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
campagnard, villageois.
Étymologie: ἀγρός.
English (Autenrieth)
rustic, peasant; as adj., Il. 15.272.
Spanish (DGE)
-ου
1 campesino ἀνέρες Il.11.549, A.R.4.1183, βουκόλοι Od.11.293, ποιμένες Hes.Sc.39, λαοί Il.11.676, cf. Theoc.13.44, 25.23, 168
•subst. τίς ἀγροιώτας πελάθει θριγκοῖς; Ar.Th.58
•del campo, agreste Πρίηπος AP 6.22 (Zon.).
2 c. sent. peyor. palurdo, paleto νήπιοι Od.21.85, ἀποφώλιος ἀ. Philet.Fr.Poet.12.
Greek Monotonic
ἀγροιώτης: -ου, ὁ, = ἀγρότης,
I. ο χωρικός, ο αγρότης, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.
II. ως επίθ., αγροτικός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγροιώτης:
I дор. ἀγροιώτας, ου adj. m и f деревенский, сельский (ἀνέρες, βουκόλοι Hom.; ποιμένες Hes.; θεαί Theocr.).
II ου ὁ (с бран. оттенком) мужик Arst.
Middle Liddell
= ἀγρότης I]
I. a countryman, Hom., Hes., etc.
II. as adj. rustic, Anth. ἀγρόμενος, epic aor2 part. pass. of ἀγείρω.