Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ψῆττα: Difference between revisions

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")
(2b)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ψῆττα]], ἡ,<br />a [[flat]]-[[fish]] [[such]] as a [[plaice]], [[sole]], [[turbot]], Lat. [[rhombus]], Plat., etc.
|mdlsjtxt=[[ψῆττα]], ἡ,<br />a [[flat]]-[[fish]] [[such]] as a [[plaice]], [[sole]], [[turbot]], Lat. [[rhombus]], Plat., etc.
}}
{{FriskDe
|ftr='''ψῆττα''': (att.),<br />{psē̃tta}<br />'''Forms''': [[ψῆσσα]] (Alex. Trall.)<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': N. eines Plattfisches, nähere Identifikation unsicher (’Scholle, Flunder’?), s. Thompson s.v.; übertr. [[Schlemmer]] (Pl. Kom.); [[Ψηττόποδες]] pl. N. eines mythischen Volkes (Luk.).<br />'''Derivative''': Demin. [[ψηττάριον]] (Anaxandr.), [[ψησσίον]] (Zonar.).<br />'''Etymology''' : Kann für *ψηχι̯α stehen (vgl. [[θρίσσα]] von [[θρίξ]] u. a.), von [[ψήχω]] mit Beziehung auf die harte, rauhe Haut; vgl. ital. ''lima'' [[Feile]] (= lat.), auch [[Plattfisch]] (frz. ''limande''), und Strömberg Fischn. 87 f. mit weiteren Beispielen.<br />'''Page''' 2,1136
}}
}}

Revision as of 16:15, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῆττα Medium diacritics: ψῆττα Low diacritics: ψήττα Capitals: ΨΗΤΤΑ
Transliteration A: psē̂tta Transliteration B: psētta Transliteration C: psitta Beta Code: yh=tta

English (LSJ)

ἡ, a kind of

   A flat-fish, prob. turbot, Rhombus maximus, Ar. Lys.115,131, Pl.Smp.191d, Antiph.132.7 (anap.), Ath.7.329e, Luc. Pisc.49, Alciphr.1.7; ψ. χονδροφυής perh. a skate, Matro Conv. 27.    II a nickname for a glutton, Pl.Com.106. (The form ψῆσσα Alex. Trall.1.15, al., Zonar.; ψησία (s. v. l.) Suid.)

German (Pape)

[Seite 1397] ἡ, att. = ψῆσσα, Ar. Lys. 115. 131.

Greek (Liddell-Scott)

ψῆττα: ἡ, εἶδος ἰχθύος πλατέος, «γλῶσσα» ἢ ῥόμβος, Λατ. rhombus, Ἀριστοφ. Λυσ. 115, 131, Πλάτ. Συμπ. 191D, πρβλ. Ἀθήν. 329F, κἑξ.· ψ. χονδροφυής, εἶδος αὐτῆς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 135Β. -Τὰ παρὰ Πτωχοπροδρόμῳ ψησία ἐν τῷ κατὰ Ἡγουμένων ποιήματι στ. 99 εἶναι -ψῆτται, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 48. ΙΙ. σκωπτικὸν ὄνομα ἠλιθίου ἀνθρώπου, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Περιαλγεῖ» 1. (Ὁ τύπος ψῆσσα μόνον παρὰ Ζωναρᾷ καὶ Σουΐδ.).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
plie ou barbue, sorte de poisson plat.
Étymologie: DELG ψήχω.

Greek Monolingual

η / ψῆττα, ΝΑ, και ψῆσσα Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, πλευρονηκτοειδών ιχθύων, γνωστό σήμερα και με την κοινή ονομασία καλκάνι
αρχ.
(με υβριστική ή ειρων. σημ.) ανόητος, ηλίθιος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψῆττα (< ψήχ-), κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από το θ. ψηχ- του ψήχω «τρίβω, ξυστρίζω», λόγω της τραχιάς υφής του δέρματος του ψαριού (πρβλ. γαλλ. limande «ψήττα» < λατ. lima «ρίνη»). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. psētta].

Greek Monotonic

ψῆττα: ἡ, είδος ψαριού που είναι πλατύ, όπως η γλώσσα ή ο ρόμβος, Λατ. rhombus, σε Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ψῆττα: ἡ камбала Arph., Plat., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψῆττα -ης, ἡ [~ ψήχω?] platvis, bot (vis).

Middle Liddell

ψῆττα, ἡ,
a flat-fish such as a plaice, sole, turbot, Lat. rhombus, Plat., etc.

Frisk Etymology German

ψῆττα: (att.),
{psē̃tta}
Forms: ψῆσσα (Alex. Trall.)
Grammar: f.
Meaning: N. eines Plattfisches, nähere Identifikation unsicher (’Scholle, Flunder’?), s. Thompson s.v.; übertr. Schlemmer (Pl. Kom.); Ψηττόποδες pl. N. eines mythischen Volkes (Luk.).
Derivative: Demin. ψηττάριον (Anaxandr.), ψησσίον (Zonar.).
Etymology : Kann für *ψηχι̯α stehen (vgl. θρίσσα von θρίξ u. a.), von ψήχω mit Beziehung auf die harte, rauhe Haut; vgl. ital. lima Feile (= lat.), auch Plattfisch (frz. limande), und Strömberg Fischn. 87 f. mit weiteren Beispielen.
Page 2,1136