ὕψος: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
(1b)
(c2)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὕψος]], ος, εος, τό, [ὕψι]<br /><b class="num">I.</b> [[height]], Hdt., [[attic]]; ὕ. ἔχειν, λαμβάνειν to [[rise]] to [[some]] [[height]], Thuc.:—absol. [[ὕψος]], in [[height]], opp. to [[μῆκος]] or [[εὖρος]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> metaph. the top, [[summit]], [[crown]], Plat.
|mdlsjtxt=[[ὕψος]], ος, εος, τό, [ὕψι]<br /><b class="num">I.</b> [[height]], Hdt., [[attic]]; ὕ. ἔχειν, λαμβάνειν to [[rise]] to [[some]] [[height]], Thuc.:—absol. [[ὕψος]], in [[height]], opp. to [[μῆκος]] or [[εὖρος]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> metaph. the top, [[summit]], [[crown]], Plat.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':Ûyoj 虛普所士<p>'''詞類次數''':名詞(6)<p>'''原文字根''':高 相當於: ([[מָרֹום]]&#x200E;)  ([[קֹומָה]]&#x200E;)  ([[רוּם]]&#x200E;)<p>'''字義溯源''':高超,高,高處,上頭,升高;源自([[ὑπέρ]] / [[ὑπερεγώ]])*=在上,過於)<p/>'''出現次數''':總共(6);路(2);弗(2);雅(1);啓(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 高(2) 弗3:18; 啓21:16;<p>2) 高處(2) 路1:78; 弗4:8;<p>3) 升高(1) 雅1:9;<p>4) 上頭(1) 路24:49
}}
}}

Revision as of 21:25, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕψος Medium diacritics: ὕψος Low diacritics: ύψος Capitals: ΥΨΟΣ
Transliteration A: hýpsos Transliteration B: hypsos Transliteration C: ypsos Beta Code: u(/yos

English (LSJ)

εος, τό, (ὕψι)

   A height, ὕψος κρεῖσσον ἐκπηδήματος A.Ag.1376; εἰς ὕ. αἴρειν τινά E.Ph.404; κυπαρίττων ὕψη καὶ κάλλη Pl.Lg.625c; ὕ. ἔχειν, λαμβάνειν, rise some height, Th.1.91, 4.13, cf. 2.75; ἀφ' ὕψους [με] δισκοβόλησε Epigr.Gr.336 (Alexandria Troas): pl., Pl.Ti. 44d: abs. ὕψος, in height, opp. μῆκος, εὖρος, πλάτος, Hdt.1.50, 178, IG12.372.24, 22.1666A79, PMich.Zen.38.12, al. (iii B. C.); so ἐς ὕψος Hdt.2.13, 155.    II metaph., summit, crown, ὕ. ἀμαθίας Pl.Ep.351d; σεμνότητος Arist.Mu.398a12.    2 sublimity, grandeur, τῶν λόγων Metrod.Herc.831.8, cf. Longin.1.1, al.: pl., Id.3.4, 7.4.

Greek (Liddell-Scott)

ὕψος: -εος, τό, (ὕψι) ὡς καὶ νῦν, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. (ἴδε κατωτ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1376 (ἴδε ἐκπήδημα)· εἰς ὕψος αἴρειν τινὰ Εὐρ. Φοίν. 404· ὕ. ἔχειν, λαμβάνειν Θουκ. 1. 91., 4. 13, πρβλ. 2. 75· ἀφ’ ὕψους [με] δισκοβόλησε Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 336· ― ἀπολ., ὕψος, κατὰ τὸ ὕψος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μῆκος ἢ εὖρος, Ἡρόδ. 1. 50, 178· οὕτως, ἐς ὕψος ὁ αὐτ. 2. 13, 155. ΙΙ. μεταφορ., τὸ ὑψηλότατον σημεῖον, ἡ κορυφή, ἡ κορωνίς, ὕψος ἀμαθίας Πλάτ. Ἐπιστ. 351Ε· σεμνότητος Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6. 8· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Τίμ. 46C· κυπαρίττων ὕψη, ἴδε κάλλος 3. 2) ὕψος λόγου ἢ ἐννοιῶν, Λογγῖν. 1. 1, κλπ.· ἐν τῷ πληθ., 3. 4, 7. 4.

French (Bailly abrégé)

ion. εος, att. ους (τό) :
1 hauteur, élévation ; ἐς ὕψος ou abs. ὕψος en hauteur ; fig. en parlant du style élévation du style, style sublime ; περὶ ὕψους « de sublimitate », ouvrage de [Longin];
2 cime, sommet ; fig. ὕψος ἀμαθίας, le comble, le summum de l’ignorance.
Étymologie: ὑπό.

English (Strong)

from a derivative of ὑπέρ; elevation, i.e. (abstractly) altitude, (specially), the sky, or (figuratively) dignity: be exalted, height, (on) high.

English (Thayer)

ὕψους, τό, from Aeschylus and Herodotus down, the Sept. for מָרום, קומָה, גֹּבַה, etc., height: properly, of measure, A. V. on high), rank, high station: ὕψος ἀρετῆς, Plutarch, Popl. 6).

Greek Monotonic

ὕψος: -εος, τό (ὕψι),
I. ύψος, σε Ηρόδ., Αττ.· ὕψος ἔχειν, λαμβάνειν, φθάνω σε κάποιο ύψος, σε Θουκ.· απόλ., ὕψος, σε ύψος, καθ' ύψος, αντίθ. προς τα μῆκος ή εὗρος, σε Ηρόδ.
II. μεταφ., κορυφή, αποκορύφωμα, κορωνίδα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὕψος: εος τό иногда pl.
1) высота, вышина: τεῖχος ὕ. (или ἐς ὕ.) διηκοσίων πηχέων Her. стена высотою в двести локтей; ὕ. λαμβάνειν Thuc. подниматься вверх, расти; εἰς ὕ. μέτα αἴρειν τινά Eur. поднимать кого-л. на большую высоту; κυπαρίττων ὕψη Plat. вышина кипарисов;
2) высшая степень, верх (ἀμαθίας Plat.; σεμνότητος καὶ ὑπεροχῆς Arst.);
3) высокое положение, вознесенность NT.

Middle Liddell

ὕψος, ος, εος, τό, [ὕψι]
I. height, Hdt., attic; ὕ. ἔχειν, λαμβάνειν to rise to some height, Thuc.:—absol. ὕψος, in height, opp. to μῆκος or εὖρος, Hdt.
II. metaph. the top, summit, crown, Plat.

Chinese

原文音譯:Ûyoj 虛普所士

詞類次數:名詞(6)

原文字根:高 相當於: (מָרֹום‎) (קֹומָה‎) (רוּם‎)

字義溯源:高超,高,高處,上頭,升高;源自(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)

出現次數:總共(6);路(2);弗(2);雅(1);啓(1)

譯字彙編

1) 高(2) 弗3:18; 啓21:16;

2) 高處(2) 路1:78; 弗4:8;

3) 升高(1) 雅1:9;

4) 上頭(1) 路24:49