оставлять: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐμπαρέχω]], [[ἐξερημόω]], [[χηρόω]], [[διαμεθίημι]], [[ἐκπρολείπω]], [[ὑπολείπω]], [[ἐπιλείπω]], [[ἐπανίημι]], [[ἐγκαταλιμπάνω]], [[προλείπω]], [[ἀπολήγω]], [[μεταλήγω]], [[μεταλλήγω]], [[ἐγκαταλείπω]], [[ἀπολείπω]], [[ἐναπολείπω]], [[καταλείπω]], [[καλλείπω]], [[παρακαταλείπω]], [[ἀποστατέω]], [[μεθίημι]], [[μετίημι]], [[νοσφίζω]], [[ἐρωέω]], [[ἐκτοπίζω]], [[ἀπέρχομαι]] | |rueltext=[[προβάλλω]], [[διαλλάσσω]], [[ἐμπαρέχω]], [[ἐξερημόω]], [[χηρόω]], [[διαμεθίημι]], [[ἐκπρολείπω]], [[ὑπολείπω]], [[ἐπιλείπω]], [[ἐπανίημι]], [[ἐγκαταλιμπάνω]], [[προλείπω]], [[ἀπολήγω]], [[μεταλήγω]], [[μεταλλήγω]], [[ἐγκαταλείπω]], [[ἀπολείπω]], [[ἐναπολείπω]], [[καταλείπω]], [[καλλείπω]], [[παρακαταλείπω]], [[ἀποστατέω]], [[μεθίημι]], [[μετίημι]], [[νοσφίζω]], [[ἐρωέω]], [[ἐκτοπίζω]], [[ἀπέρχομαι]], [[ἐξαμείβω]], [[ἀλλάσσω]], [[ἐρημόω]], [[κενόω]], [[ἐάω]], [[καταλλάσσω]], [[παρίημι]], [[προδίδωμι]], [[ἐξαλλάσσω]], [[παραχωρέω]], [[προΐημι]] | ||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 15 October 2019
Russian > Greek
προβάλλω, διαλλάσσω, ἐμπαρέχω, ἐξερημόω, χηρόω, διαμεθίημι, ἐκπρολείπω, ὑπολείπω, ἐπιλείπω, ἐπανίημι, ἐγκαταλιμπάνω, προλείπω, ἀπολήγω, μεταλήγω, μεταλλήγω, ἐγκαταλείπω, ἀπολείπω, ἐναπολείπω, καταλείπω, καλλείπω, παρακαταλείπω, ἀποστατέω, μεθίημι, μετίημι, νοσφίζω, ἐρωέω, ἐκτοπίζω, ἀπέρχομαι, ἐξαμείβω, ἀλλάσσω, ἐρημόω, κενόω, ἐάω, καταλλάσσω, παρίημι, προδίδωμι, ἐξαλλάσσω, παραχωρέω, προΐημι