встречаться: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπικυρέω]] | |rueltext=[[ἐπικυρέω]], [[συμπίπτω]], [[συναντιάζω]], [[συνάντομαι]], [[ἐντυγχάνω]], [[ἐγκύρω]], [[ἀντιβολέω]], [[ἄντομαι]], [[συναντάω]], [[συναβολέω]], [[συνηβολέω]], [[συντυγχάνω]], [[ἐπαντιάζω]], [[συνέρχομαι]], [[ἀντικύρω]], [[ἐπιπίπτω]], [[παραπίπτω]], [[προσκυρέω]], [[προσκύρω]], [[ἐμμίγνυμι]], [[συνθέω]], [[συγκατατρέχω]], [[ἐφέπω]], [[ἐπέπω]], [[συγκυρέω]], [[σύνειμι]], [[συμπίτνω]], [[συμμίγνυμι]], [[συρρήγνυμι]], [[ἐμπίπτω]], [[ἔπειμι]], [[συνέχω]], [[νεύω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:27, 18 October 2019
Russian > Greek
ἐπικυρέω, συμπίπτω, συναντιάζω, συνάντομαι, ἐντυγχάνω, ἐγκύρω, ἀντιβολέω, ἄντομαι, συναντάω, συναβολέω, συνηβολέω, συντυγχάνω, ἐπαντιάζω, συνέρχομαι, ἀντικύρω, ἐπιπίπτω, παραπίπτω, προσκυρέω, προσκύρω, ἐμμίγνυμι, συνθέω, συγκατατρέχω, ἐφέπω, ἐπέπω, συγκυρέω, σύνειμι, συμπίτνω, συμμίγνυμι, συρρήγνυμι, ἐμπίπτω, ἔπειμι, συνέχω, νεύω