καρχαρίας: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(19)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=karcharias
|Transliteration C=karcharias
|Beta Code=karxari/as
|Beta Code=karxari/as
|Definition=ου, ὁ, a kind of <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shark</b>, so called from its saw-like teeth, <span class="bibl">Pl.Com.173.13</span>, <span class="bibl">Mnesim.4.36</span> (anap.), <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.7.2</span>, Numen. ap. <span class="bibl">Ath.7.327a</span>: metaph., <b class="b3">ἁ γαστὴρ ὑμέων κ</b>. <span class="bibl">Sophr.46</span>.</span>
|Definition=ου, ὁ, a kind of <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[shark]], so called from its saw-like teeth, <span class="bibl">Pl.Com.173.13</span>, <span class="bibl">Mnesim.4.36</span> (anap.), <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.7.2</span>, Numen. ap. <span class="bibl">Ath.7.327a</span>: metaph., <b class="b3">ἁ γαστὴρ ὑμέων κ</b>. <span class="bibl">Sophr.46</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:45, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρχᾰρίας Medium diacritics: καρχαρίας Low diacritics: καρχαρίας Capitals: ΚΑΡΧΑΡΙΑΣ
Transliteration A: karcharías Transliteration B: karcharias Transliteration C: karcharias Beta Code: karxari/as

English (LSJ)

ου, ὁ, a kind of

   A shark, so called from its saw-like teeth, Pl.Com.173.13, Mnesim.4.36 (anap.), Thphr.HP4.7.2, Numen. ap. Ath.7.327a: metaph., ἁ γαστὴρ ὑμέων κ. Sophr.46.

German (Pape)

[Seite 1332] ὁ, eine Haifischart, nach den scharfen Zähnen benannt, Ath. I, 5 d u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

καρχᾱρίας: -ου, ὁ, εἶδος μεγάλου ἰχθύος οὕτω καλουμένου ἐκ τῶν ὀξέων αὐτοῦ ὀδόντων, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 306D, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 1.13, Φιλόξεν. παρ’ Ἀθην. 5D.―Κατὰ Κοραῆν (ἐν σημ. Ξενοκρ. σ. 72) «κύνας δέ, ὃ πρῶτον ἔταξεν Ὀππιανός, ἄγριον ἐπονομάσας. καὶ εἶεν ἂν οὗτοι οἱ καὶ καρχαρίαι καλούμενοι (Γαλλ. requins) πάντων ὠμοβορώτατοι τῶν κυνῶν. οὓς καὶ σκύλλας, πρὸς δὲ καὶ λαμίας (καθὰ καὶ νῦν ἔτι καλοῦμεν αὐτὰς ἐν τῇ συνηθείᾳ) ἐκάλουν ἕτεροι, ὥς φησι Νίκανδρος (παρὰ τῷ Ἀθην. 306), τὰς αὐτὰς οὔσας ταῖς ὑπὸ τοῦ Ὀππιανοῦ (Ἁλ. Α´, 370, Ε´, 36 καὶ 358) καλουμέναις λάμναις» κτλ.

Greek Monolingual

ο (AM καρχαρίας)
θαλάσσιο αδηφάγο ψάρι με πριονωτά κοφτερά δόντια, σκυλόψαρο
νεοελλ.
ζωολ.
1. ονομασία είδους και, παλαιότερα, γένους σελαχίων ιχθύων
2. γενική κοινή ονομασία πλευροτρηματικών σελαχίων της ομοταξίας τών χονδριχθύων
3. μτφ. (για ανθρώπους) αδηφάγος, άρπαγας, πλεονέκτης
αρχ.
μτφ. αχόρταστος, που δεν χορταίνει («ἁ δὲ γαστὴρ ὑμέων καρχαρίας» — η κοιλιά σας δεν χορταίνει, Σώφρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρχαρος + επίθημα -ίας (πρβλ. αλαζον-ίας, νεαν-ίας)].