προπέτεια: Difference between revisions
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=propeteia | |Transliteration C=propeteia | ||
|Beta Code=prope/teia | |Beta Code=prope/teia | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[headlong haste]], [[rashness]], <span class="bibl">Isoc.5.90</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1150b19</span>; opp.<b class="b3">σωφροσύνη</b>, <span class="bibl">D.19.251</span>; πρόπου π. <span class="bibl">Id.21.38</span>; π. καὶ θρασύτης <span class="bibl">Id.22.63</span>, cf. <span class="bibl">23.130</span>; π. καὶ ἀπόνοια <span class="bibl">Id.44.58</span>; <b class="b2">hasty judgement</b>, <span class="bibl">Gal. <span class="title">Anim.Pass.</span>2.6</span>; [[fickleness]], <span class="bibl">Plb.10.6.2</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[prominence]], of the nose, <span class="bibl">Sor.1.103</span>; of the eyes, Gal.18(2).301, <span class="bibl">Aët.7.2</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:00, 30 June 2020
English (LSJ)
ἡ,
A headlong haste, rashness, Isoc.5.90, Arist.EN1150b19; opp.σωφροσύνη, D.19.251; πρόπου π. Id.21.38; π. καὶ θρασύτης Id.22.63, cf. 23.130; π. καὶ ἀπόνοια Id.44.58; hasty judgement, Gal. Anim.Pass.2.6; fickleness, Plb.10.6.2. II prominence, of the nose, Sor.1.103; of the eyes, Gal.18(2).301, Aët.7.2.
German (Pape)
[Seite 739] ἡ, das Vorwärtsfallen, das Vorwärtsgeneigtsein, bes. Vorschnellheit, Keckheit, Unbesonnenheit, καὶ θρασύτης Dem. 22, 63, u. öfter; προπετείας καὶ τῆς μεγίστης ἀπονοίας σημεῖον, 44, 58; oft Pol., der es mit προδοσία vrbdt, 10, 6, 2, S. Emp. oft.
Greek (Liddell-Scott)
προπέτεια: ἡ, ἀπερίσκεπτος σπουδή, ὁρμή, βία, ἀδιακρισία, αὐθάδεια, Ἰσοκρ. 100C, Δημ. 420. 11, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 8. 8· τρόπου πρ. Δημ. 526. 17· πρ. καὶ θρασύτης ὁ αὐτ. 612. 28, πρβλ. 663. 17· πρ. καὶ ἀπόνοια ὁ αὐτ. 1097. 29· ἀντίθετον τῷ σωφροσύνη, ὁ αὐτ. 420. 11· ― ἀστάθεια, Πολύβ. 10. 6, 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
précipitation, promptitude inconsidérée, témérité.
Étymologie: προπετής.
Greek Monolingual
η, ΝΑ προπετής
μτφ. άκαιρη και αλόγιστη σπουδή λόγου, απερίσκεπτη βιασύνη κατά την ομιλία
νεοελλ.
αυθάδεια, ιταμότητα
αρχ.
1. κλίση ή πτώση προς τα εμπρός
2. εσπευσμένη κρίση κατά τη διάρκεια θυμού
3. αστάθεια
4. (για τη μύτη και για τα μάτια) προεξοχή, προβολή προς τα έξω, πέταγμα προς τα έξω.
Greek Monotonic
προπέτεια: ἡ, απερίκεπτη βιασύνη, ορμητικότητα, απερισκεψία, αδιακρισία, σε Δημ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
προπέτεια: ἡ
1) стремительность, порывистость, тж. опрометчивость (π. καὶ θρασύτης Dem.);
2) непостоянство (προδοσία καὶ π. Polyb.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προπέτεια -ας, ἡ [προπετής] overhaasting, te grote voortvarendheid, onbezonnenheid, roekeloosheid.
Middle Liddell
προπέτεια, ἡ,
reckless haste, vehemence, rashness, indiscretion, Dem., etc. [from προπετής