μικρογραφία: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment

Source
(25)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mikrografia
|Transliteration C=mikrografia
|Beta Code=mikrografi/a
|Beta Code=mikrografi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">writing with a short vowel</b>, <span class="bibl">Eust.410.47</span>.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[writing with a short vowel]], <span class="bibl">Eust.410.47</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:05, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρογρᾰφία Medium diacritics: μικρογραφία Low diacritics: μικρογραφία Capitals: ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: mikrographía Transliteration B: mikrographia Transliteration C: mikrografia Beta Code: mikrografi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A writing with a short vowel, Eust.410.47.

German (Pape)

[Seite 184] ἡ, das Schreiben mit einem Omikron, Eust. 410, 47.

Greek Monolingual

η (Μ μικρογραφία)
νεοελλ.
1. ζωγραφική τέχνη η οποία αναπαριστά πρόσωπα ή αντικείμενα σε μικρές διαστάσεις
2. συνεκδ. έργο, αντικείμενο τέχνης μικρών διαστάσεων, το οποίο έχει εκτελεστεί με εξαιρετική λεπτότητα, αλλ. μινιατούρα
3. ζωγραφική παράσταση μικρών διαστάσεων που κοσμεί τις σελίδες χειρογράφου
4. γραφή με μικροσκοπικά γράμματα
5. φωτογράφηση ή έρευνα που γίνεται με μικροσκόπιο, σε αντιδιαστολή προς αυτήν που γίνεται με γυμνό οφθαλμό ή με απλό φακό
6. η τέχνη του μικρογράφου
μσν.
η γραφή με βραχύ φωνήεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -γραφία (< -γράφος < γράφω), πρβλ. αγγλ. micrography].