προερέω: Difference between revisions
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proereo | |Transliteration C=proereo | ||
|Beta Code=proere/w | |Beta Code=proere/w | ||
|Definition=Att. contr. προερῶ, serving as fut. to <b class="b3">προεῖπον</b>(q.v.): also pf. <b class="b3">προείρηκα</b>, Pass. <b class="b3">-ημαι</b>: aor. Pass. <b class="b3">προερρήθην</b>, contr. <b class="b3">προὐρρήθην</b>:— <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">say beforehand</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>292d</span>, etc.:—Pass., ἐκ τῶν προειρημένων <span class="bibl">Id.<span class="title">Phd.</span>75b</span>; κατὰ τὰ π. <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>408c</span>; <b class="b3">τοῖς π. συμφωνεῖν</b> ib.<span class="bibl">398c</span>; <b class="b3">τὰ προρρηθέντα</b> ib.<span class="bibl">619c</span>; ταῦτά μοι προειρήσθω | |Definition=Att. contr. προερῶ, serving as fut. to <b class="b3">προεῖπον</b>(q.v.): also pf. <b class="b3">προείρηκα</b>, Pass. <b class="b3">-ημαι</b>: aor. Pass. <b class="b3">προερρήθην</b>, contr. <b class="b3">προὐρρήθην</b>:— <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">say beforehand</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>292d</span>, etc.:—Pass., ἐκ τῶν προειρημένων <span class="bibl">Id.<span class="title">Phd.</span>75b</span>; κατὰ τὰ π. <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>408c</span>; <b class="b3">τοῖς π. συμφωνεῖν</b> ib.<span class="bibl">398c</span>; <b class="b3">τὰ προρρηθέντα</b> ib.<span class="bibl">619c</span>; ταῦτά μοι προειρήσθω [[be said by way of preface]], <span class="bibl">Isoc.4.14</span>, cf. <span class="bibl">5.29</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">order beforehand</b> or [[publicly]], συλλέγεσθαι ἐς Σάρδις <span class="bibl">Hdt.1.77</span>,<span class="bibl">81</span>; π. τῷ στρατῷ ὡς… ἀκουστέα εἴη <span class="bibl">Id.3.61</span>:— Pass., προὐρρήθη ὅπως… <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>198e</span>; προείρητο αὐτοῖς μὴ ἐπιχειρεῖν <span class="bibl">Th.2.84</span>, cf. <span class="bibl">Antipho6.40</span>; <b class="b3">ἔχοντες τὸ προειρημένον</b> the [[prescribed]] implement, <span class="bibl">Hdt.1.126</span>; ἀπικέσθαι ἐς τὴν π. ἡμέρην <span class="bibl">Id.6.128</span>; δεῖπνον… ἐκ πολλοῦ χρόνου π. <b class="b2">ordered beforehand</b>, <span class="bibl">Id.7.119</span>; πόλεμος προερρήθη <b class="b2">was declared</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Ages.</span>1.17</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b3">ὀνυμαστὶ προερεῖ</b> <b class="b2">will call</b> him [[publicly]] by name, <span class="title">Berl.Sitzb.</span>1927.167 (Cyrene).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:15, 30 June 2020
English (LSJ)
Att. contr. προερῶ, serving as fut. to προεῖπον(q.v.): also pf. προείρηκα, Pass. -ημαι: aor. Pass. προερρήθην, contr. προὐρρήθην:—
A say beforehand, Pl.Plt.292d, etc.:—Pass., ἐκ τῶν προειρημένων Id.Phd.75b; κατὰ τὰ π. Id.R.408c; τοῖς π. συμφωνεῖν ib.398c; τὰ προρρηθέντα ib.619c; ταῦτά μοι προειρήσθω be said by way of preface, Isoc.4.14, cf. 5.29. II order beforehand or publicly, συλλέγεσθαι ἐς Σάρδις Hdt.1.77,81; π. τῷ στρατῷ ὡς… ἀκουστέα εἴη Id.3.61:— Pass., προὐρρήθη ὅπως… Pl.Smp.198e; προείρητο αὐτοῖς μὴ ἐπιχειρεῖν Th.2.84, cf. Antipho6.40; ἔχοντες τὸ προειρημένον the prescribed implement, Hdt.1.126; ἀπικέσθαι ἐς τὴν π. ἡμέρην Id.6.128; δεῖπνον… ἐκ πολλοῦ χρόνου π. ordered beforehand, Id.7.119; πόλεμος προερρήθη was declared, X.Ages.1.17. 2 ὀνυμαστὶ προερεῖ will call him publicly by name, Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene).
German (Pape)
[Seite 721] att. προερῶ, fut. zu προεῖπον, προλέγω u. προαγορεύω, ich werde voraussagen, ankündigen, τινί, mit folgdm ὡς, Her. 3, 61.
Greek (Liddell-Scott)
προερέω: Ἀττικ. συνῃρ. προερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ προεῖπον· ὡσαύτως πρκμ. προείρηκα, παθητ. -ημαι· ἀόρ. παθ. προερρήθην, συνῃρ. προὐρρήθην. Λέγω ἐκ τῶν προτέρων, πρότερον, Πλάτ. Πολιτ. 292D, κτλ. ― Παθ., ἐκ τῶν προειρημένων ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 75Β· κατὰ τὰ πρ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 398C, 408C, κτλ.· τὰ προρρηθέντα αὐτόθι 619C· ταῦτά μοι προειρήσθω, ἂς εἶναι εἰρημένα ἐν εἴδει προλόγου, Ἰσοκρ. 43Ε, πρβλ. 88Β. ΙΙ. ἐπιτάσσω προηγουμένως ἢ δημοσίᾳ, τινι, μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 77, 81· ὡσαύτως, πρ. τινι ὡς… ὁ αὐτ. 3. 61. ― Παθητ., προὐρρρήθη ὅπως… Πλάτ. Συμπ. 198Ε· προείρητο αὐτοῖς μὴ ἐπιχειρεῖν Θουκ. 2. 84, πρβλ. Ἀντιφῶντα 146. 9· ἔχοντες τὸ προειρημένον, τὸ ἀνωτέρω ῥηθέν, Ἡρόδ. 1. 126· ἀπικέσθαι ἐς τὴν πρ. ἡμέρην ὁ αὐτ. 6. 128· δεῖπνον... ἐκ πολλοῦ χρόνου πρ., διατεταγμένον ἐκ τῶν προτέρων, ὁ αὐτ. 7. 119· ― πόλεμος προερρήθη, Λατιν. indictus est, Ξεν. Ἀγησ. 1, 17.
French (Bailly abrégé)
v. *προέρω.
English (Strong)
from πρό and ἐρέω; used as alternate of προέπω; to say already, predict: foretell, say (speak, tell) before.
Greek Monotonic
προερέω: αιτ. συνηρ. -ερῶ, χρησιμ. ως μέλ. του προεῖπον· απ' όπου, παρακ. προείρηκα, Παθ. -ημαι, αόρ. αʹ προερρήθην, συνηρ. προὐρρήθην·
I. λέγω εκ των προτέρων, σε Πλάτ. — Παθ., ἐκ τῶν προειρημένων, στον ίδ.· τὰ προρρηθέντα, στον ίδ.· ταῦτά μοι προειρήσθω, λέγονται με τη μορφή προοιμίου, σε Ισοκρ.
II. διατάζω κάποιον να κάνει κάτι από πριν ή δημοσίως, τινί, με απαρ., σε Ηρόδ.· επίσης, προερέω τινί ὡς..., στον ίδ. — Παθ. απρόσ., προείρητο αὐτοῖς μὴ ἐπιχειρεῖν, δόθηκαν διαταγές σε αυτούς από πριν να μην επιτεθούν, σε Θουκ.· τὸ προειρημένον, διαταγή που έχει προλεχθεί, σε Ηρόδ.· δεῖπνον προειρημένον, διατεταγμένο από πριν, στον ίδ.· πόλεμος προερρήθη, Λατ. indictus est, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προερέω Att. fut. van* προείρω.
Russian (Dvoretsky)
προερέω: стяж. προερῶ (fut. к προεῖπον; pf. προείρηκα; pass.: aor. προερρήθην, pf. προείρημαι, ppf. προειρήμην, part. προρρηθείς)
1) сказать ранее или наперед (κατὰ τὰ προειρημένα и ἐκ τῶν προειρημένων Plat.): ταῦτά μοι προειρήσθω Isocr. скажу это в порядке введения;
2) публично объявлять, предписывать (π. συλλέγεσθαι ἐς Σάρδις Her.): πόλεμος προερρήθη Xen. война объявлена; ἐς τὴν προειρημένην ἡμέρην Her. в назначенный день; παρῆσαν ἔχοντες τὸ προειρημένον Her. (персы) явились с предписанным (инвентарем); προείρητο αὐτοῖς μὴ ἐπιχειρεῖν Thuc. им (= афинянам) было запрещено вступать в сражение.
Middle Liddell
attic contr. -ερῶ [serving as fut. to προεῖπον perf. προείρηκα pass. -ημαι aor1 pass. προερρήθην contr. προὐρρήθην
I. to say beforehand, Plat.:—Pass., ἐκ τῶν προειρημένων Plat.; τὰ προρρηθέντα Plat.; ταῦτά μοι προειρήσθω be said by way of preface, Isocr.
II. to order one to do a thing beforehand or publicly, τινί c. inf., Hdt.; also, πρ. τινί ὡς… Hdt.:—Pass. impers., προείρητο αὐτοῖς μὴ ἐπιχειρεῖν orders had been given them not to attack, Thuc.; τὸ προειρημένον the prescribed implement, Hdt.; δεῖπνον πρ. ordered beforehand, Hdt.; πόλεμος προερρήθη, Lat. indictus est, Xen.