κοινόβιος: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koinovios | |Transliteration C=koinovios | ||
|Beta Code=koino/bios | |Beta Code=koino/bios | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[living in community with others]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>119</span>, <span class="bibl">Iamb. <span class="title">VP</span>5.29</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> as Subst. κοινόβιον, τό, | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[living in community with others]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>119</span>, <span class="bibl">Iamb. <span class="title">VP</span>5.29</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> as Subst. κοινόβιον, τό, [[life in community]], dub. l. in Gell.1.9 fin. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[monastery]], <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>123.36</span>, al., <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>8.953.9</span> (vi A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:22, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A living in community with others, Ptol.Tetr.119, Iamb. VP5.29. II as Subst. κοινόβιον, τό, life in community, dub. l. in Gell.1.9 fin. 2 monastery, Just.Nov.123.36, al., PSI8.953.9 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1468] mit Anderen in Gemeinschaft lebend, Iambl. u. a. Sp.; – τὸ κοινόβιον, ein Kloster, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κοινόβιος: -ον, ζῶν κοινοβιακῶς μετ’ ἄλλων, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 29, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 119. 24. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., κοινόβιον, τό, βίος ἐν κοινότητι, πιθανὴ γραφ. ἐν Γελλ. 1. 9, ἐν τέλ. 2) = Λατ. coenobium, κοινοβιακὸν μοναστήριον, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM κοινόβιος, -ον)
1. αυτός που ζει από κοινού με άλλους
2. το ουδ. ως ουσ. το κοινόβιο(ν)
α) εκκλ. το μοναστήρι στο οποίο διαμένουν πολλοί μοναχοί οι οποίοι ακολουθούν κοινή λατρεία, έχουν κοινή κατοικία και διατροφή και διοικούνται από ηγούμενο τον οποίο εκλέγουν οι ίδιοι
β) η από κοινού συμβίωση
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. α) (στη Λαϊκή Κίνα) μεγάλος αγροτικός παραγωγικός συνεταιρισμός με έντονο κολλεκτιβιστικό χαρακτήρα, βασικός πυρήνας της κινεζικής σοσιαλιστικής κοινωνίας σε μια ορισμένη ιστορική περίοδο, στον οποίο ίσχυε η διαβίωση σε κοινότητα
β) βιολ. σύνολο πολλών κυττάρων που αποτελεί ένα είδος αριθμητικά και μορφολογικά καθορισμένης αποικίας και απαντά σε πολλά φύκη της ομάδας βολβοκώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -βιος (< βίος), πρβλ. αιωνό-βιος, εφημερό-βιος].
Russian (Dvoretsky)
κοινόβιος: ὁ совместная жизнь, общежитие Gell.