φακῆ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
(1b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=faki
|Transliteration C=faki
|Beta Code=fakh=
|Beta Code=fakh=
|Definition=ῆς, ἡ, contr. for <b class="b3">φακέα</b>, a form found in <span class="bibl">Epich.33</span>, ridiculed by <span class="bibl">Euphro 3</span>:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dish of lentils</b> (φακοί), <b class="b2">lentil-soup</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1007</span>, <span class="bibl"><span class="title">V.</span>811</span>, al., <span class="bibl">Diocl.Fr.141</span>, <span class="bibl"><span class="title">PHib.</span>1.112.77</span> (iii B. C.), etc.; in parodies of <span class="title">Trag.Adesp.</span>89,92 ap.<span class="bibl">Ath.4.156f</span>: prov. <b class="b3">τοὐπὶ τῇ φ. μύρον</b> 'pearls before swine', <span class="bibl">Sopat.14</span>, <span class="bibl">Clearch.53</span>, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>1.19.2</span>; title of Menippean satire by Varro; ὅταν φακῆν ἕψητε μὴ 'πιχεῖν μύρον <span class="bibl">Stratt.45</span>.</span>
|Definition=ῆς, ἡ, contr. for <b class="b3">φακέα</b>, a form found in <span class="bibl">Epich.33</span>, ridiculed by <span class="bibl">Euphro 3</span>:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[dish of lentils]] (φακοί), <b class="b2">lentil-soup</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1007</span>, <span class="bibl"><span class="title">V.</span>811</span>, al., <span class="bibl">Diocl.Fr.141</span>, <span class="bibl"><span class="title">PHib.</span>1.112.77</span> (iii B. C.), etc.; in parodies of <span class="title">Trag.Adesp.</span>89,92 ap.<span class="bibl">Ath.4.156f</span>: prov. <b class="b3">τοὐπὶ τῇ φ. μύρον</b> 'pearls before swine', <span class="bibl">Sopat.14</span>, <span class="bibl">Clearch.53</span>, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>1.19.2</span>; title of Menippean satire by Varro; ὅταν φακῆν ἕψητε μὴ 'πιχεῖν μύρον <span class="bibl">Stratt.45</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:48, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰκῆ Medium diacritics: φακῆ Low diacritics: φακή Capitals: ΦΑΚΗ
Transliteration A: phakē̂ Transliteration B: phakē Transliteration C: faki Beta Code: fakh=

English (LSJ)

ῆς, ἡ, contr. for φακέα, a form found in Epich.33, ridiculed by Euphro 3:—

   A dish of lentils (φακοί), lentil-soup, Ar.Eq.1007, V.811, al., Diocl.Fr.141, PHib.1.112.77 (iii B. C.), etc.; in parodies of Trag.Adesp.89,92 ap.Ath.4.156f: prov. τοὐπὶ τῇ φ. μύρον 'pearls before swine', Sopat.14, Clearch.53, Cic.Att.1.19.2; title of Menippean satire by Varro; ὅταν φακῆν ἕψητε μὴ 'πιχεῖν μύρον Stratt.45.

German (Pape)

[Seite 1252] ἡ, 1) die Hülsenfrucht der Linse. – 2) bes. die daraus bereitete Speise, das Linsengericht; Ar. Equ. 1002 Vesp. 811 Plut. 192 u. öfter; Ath. IV, 158; Phanias bei Ath. IX, 406 allgemein von Hülsenfrüchten.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰκῆ: ῆς, ἡ, συνῃρ. ἐκ τοῦ φακέα, τὸν τὺπον δὲ τοῦτον καταγελᾷ ὁ Εὔφρων, ἐπὰν δὲ καλέσῃ… φακέαν τὴν φακῆν, τί δεῖ ποιεῖν; ὁ αὐτ. ἐν «Ἀποδιδούσῃ» 1 (ἴδε Meineke). ― ὡς καὶ νῦν, ἔδεσμα ἐκ φακῶν (φακοί), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1007, Σφ. 811, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀθήν. 156-8, καὶ ἴδε φακός. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 312.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
p. contr. p. φακέα;
plat ou purée de lentilles.
Étymologie: fém. de *φακέος, dér. de φακός.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. φακέα Α
βοτ. κοινή, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λενς, που ανήκει στην οικογένεια ψυχανθή ή φαβίδες
β) κοινή, σήμερα, ονομασία του είδους φυτών Lens esculenta ή Lens culinaris και του εδώδιμου σπέρματός του, που αποτελεί μια από τις αρχαιότερες καλλιεργούμενες τροφές του ανθρώπου και πολυτιμότατο όσπριο
νεοελλ.
φρ. α) «αντί πινακίου φακής» — αντί μηδαμινής αμοιβής, με ευτελές αντάλλαγμα
β) «παλληκάρι της φακής»
ειρων. θρασύδειλος
γ) «φακή τών νερών»
βοτ. κοινή ονομασία τριών ειδών του γένους φυτών λέμνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + κατάλ. - / -έα (πρβλ. συκ- / -έα)].

Greek Monotonic

φᾰκῆ: -ῆς, ἡ, πιάτο με φακές (φακοί), σούπα φακές, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

φᾰκῆ: ἡ чечевица или чечевичная похлебка Arph., Xen., Arst., Plut.

Middle Liddell


a dish of lentils (φακοί), lentil-soup, Ar.